βιβλία του νίκου μακρή

βιβλία του νίκου μακρή
The School of Athens-Raphael (Apostolic Palace, Vatican City)

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

ΑΝΩΝΥΜΟΣ, Δράμα, εκδόσεις Δρόμων, 2023

 Κυκλοφορεί

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

(Χρύσιππος και Καλλικλής)

                                               δράμα

 

1.     Χώρες

Θεωρός:

Χώρες της γης και τ’ ουρανού σμαράγδια

άσπιλα νεύματα των λουλουδιών

γλυκύτατες οσμές πτερορρυούσες, φεύγουσες

και πανδαισία ανοιξιάτικων τοπίων

που σμίγει με τα πρωτινά της ήβης χρόνια

ανθοί και λευκανθοί που περιζώνουνε την ύπαρξη

θεία μνηστεία ουρανού και γης

σε απερίτμητες γωνιές ψυχής σπαράσσουσας.

Ωκεανοί συγκίνησης κι εκστατικές κραυγές

ανεμοδούρια ψευδαισθήσεων που χάνονται

και θείες αστραποβολές του κρύφιου κόσμου

εκεί που οι άγγελοι τρέμουν να ανεμίσουν

στο άκρατο το μεσουράνημα, στο μύχιο λογισμό.

 

                                  *

 

Πού πάτε χώρες μακρινές και κοντινές μαζί

σύννεφα μολυβένια που μουγκρίζετε

και πάχνη της αυγής που λαμπυρίζεις

σε βλέμματα γλυκά αγριολούλουδων με μύρους;

Κόσμοι και χώρες μακρινές και χαρμικά γλυκοκοιτάγματα

τορπίλες εκκωφαντικής πνοής

και κάτασπρες βαρκούλες που ανεμίζετε

ζοφώδεις του Άδη τραγωδίες

και ιλαρές γλυκές πνοές φωτός ανέσπερου

άγρια ραπίσματα οργής και πάθους

μειλίχια χαμόγελα πρωινής αγνότητας

που μπαινοβγαίνετε άτακτα και νηφάλια

μες τις ανόριες εκστάσεις της ψυχής μου

σαν τι μηνύετε σε μένα το φτωχό

τον άμαθο, τον ξένο, τον πλανώμενο;

Ήταν καιροί που ψέματα μεταμφιέζονταν

και φάνταζαν σαν όμορφες αλήθειες

πριν η οργή των θερινών ακτίνων

τους αποσπάσουν κάθε λάμψη κι ομορφιά

και γίνουν οι παράδεισοι τα άνυδρα τοπία

η άλλη όψη της γλυκόφερτης Σελήνης

που μάγεψε απατηλά τον πάγκαλο Ενδυμίωνα

 

                                  *

Σαν τι προσμένουμε από το πλέγμα φόβων και ελπίδων

στη ρυπαρή και μολυσμένη θάλασσα του κόσμου

γιατί ο φόβος και η ελπίδα

δίδυμα είναι μες του κόσμου την αρπάγη

παλινωδούσες πτέρυγες πτηνών καθημαγμένων

που ανεμοδέρνονται σκληρά στη δίνη της ζωής;

Τα φοβερά φαντάσματα μορφάζουν αγριόμορφα

και απειλητικές τους ιαχές

συντρίβουν της ψυχής μας τ’ ακρομέρια

φθάνοντας στο Ναδίρ της ζήσης

αυτής της περιπέτειας στον ωκεάνιο χρόνο

των ναυαγών και των πνιγμένων

και των θαλασσοπόρων που ξεφεύγουν

για να τελέψουν τη ζωή τους άδοξα

σε άλλες χώρες μακρινές

με λάφυρα, χρυσό και σμύρνα

άλλα δεσμά που μας βυθίζουν πιο βαθιά

στο μέγα το βασίλειο, των σπαραγμών παλαίστρα.

Κούφιες ελπίδες, φόβου και τρόμου απομέρια

κι ας μοιάζετε μ’ άλκιμους τιμητές

παιδιά ηρωικά των μύθων τα τερτίπια

και στις μυρίπνοες εκστάσεις

άλλων παιδιών- των ποιητών του Αιώνα.

Σαν τι γεννά την τόλμη, την ανδρεία

αν οι μεγάλοι πειρατές του φόβου

και των κλειστών μας οριζόντων

της πλανεμένης μας ζωής που πλήττει

      τι κάνει τους δεινούς τους ήρωες των μύθων

     όλων μας των καιρών των θρύλων και των κατακτήσεων

      να επικαλούνται τους θεούς τους πανδαμάτορες

       προστάτες, οδηγούς και τροπαιούχους;

       Ο φόβος δεν κατανικάται απ’ το θάρρος

       και να η ελπίδα η αχνόφεγγη, το δώρο

      των μάγων μας οι πλέριες οι ευχές

      και των οιωνοσκόπων τα τεχνάσματα.

      Φόβοι κι ελπίδα  και μαζί

      τόλμη κι αβεβαιότη

      πλάθουν γλυκά και τραγικά

      ονειροφαντασίες

     που γίνονται στα μάτια μας

     ιστορίες του κόσμου

     τα μύχια τα μυστικά

     ανθρώπινης ψυχής.

     Είναι η ελευθέρωση

     η ψευδοβεβαιότης

    που κτίζει τους πολιτισμούς

    τους ναούς, τα τεμένη

    τα τείχη τα απόρθητα

    που καταρρίπτουν άλλοι.

 

                                      *

Σαν τι ελπίζουν άραγε

οι φοβισμένοι φίλοι

όσοι προσμένουν στη ζωή

ευδαιμονίας μέρες

ευπρόσωπη οικογένεια

φαϊ, δουλειά και σπίτι;

Αλλά και κάποιες ηδονές

στου έρωτα τα χείλη

πατρότητα, μητρότητα και ψευδοβεβαιότη

μ’ ελπίδα την πανέμορφη

κορούλα τ’ ουρανού;

Πάντιμες ειν’ οι προσμονές

ανθρώπων κάθε μέρας

μόνο που λείπει τραγικά

υπό φαιδρές εκλάμψεις

το κρύφιο άλλο μας εγώ

των παθών το προζύμι

ο κρύφιος ευδαιμονισμός

που αρνείται τη θυσία

και κράζει δικαιώματα

ευπρέπειας και τάξης.

 

                                      *

Η καθημερινότητα, ο καθ’ ημέραν βίος

απατηλό, ναι, κάτοπτρο του πλανεμένου νου

θραύεται και συντρίβεται μέσα στην πλησμονή

και η έρημος απέραντη στης ψυχής μας τους χώρους

με κεραυνούς και θύελλες οργής, απελπισμού.

Όσοι αντέχουν τη σκληρή του κόσμου μας φενάκη

ακρανεμίζονται πικρά σε χώρες μακρινές

σε φαντασίας στοχασμούς που πλάθουν την ελπίδα

ελπίδα ανθρωπόμορφη που τέρατα συντρίβει

στον ίδιο χώρο δυστυχώς της ανθρωποφαγίας

των νέων ψευδαισθήσεων που ακροθεμελιώνουν

κλεψίτυπα αντίγραφα παλαιάς μας ματαιότης.

Ελπίδες των ανθρώπων πλανεμένες

πόλοι ανασυγκρότησης των ερειπίων

είστε παροδικές του εγώ πλανεύτρες

κι ας κτίζονται τα όνειρα δοκιμασμένων

και κάποιων τολμηρών της ιστορίας

των επαναστατών παλιών και νέων μας καιρών.

Όλοι με την ελπίδα μέσα μας

ρομφαία ισχυρή και γρανιτένια

μακάβριο είδωλο απότοκο του φόβου

που τρέφει άπονα το σπαραγμό.

 

                                      *

 

Ελπίδες αγλαόμορφες προβάλλουν

λάβαρα και σημαίες νίκης και θριάμβων

μίσος με γνώσεις μπολιασμένο

και προμηθεϊκές πνοές ενδόξων

ενάντια στα φετίχ και στα ταμπού…

Κραυγάζουν ελευθερωτές κι ο φόβος φεύγει

απόηχοι εκκωφαντικοί με σεισμικές εκρήξεις

μηνύουν θρίαμβο, ελπίδα ζωντανή

δικαίωση ενάντια στη μοίρα, στην ανάγκη…

 

                                      *

Σαν τι συνδέει φόβο και ελπίδα

στις δύσβατες τις ατραπούς του βίου  

σ’ αυτήν την άθλια χοάνη αντιφάσεων

και πόνου και οδύνης, στεναγμών;

 

                                      *

Δίδυμα αδέλφια της ζωής ο φόβος και η ελπίδα

κρύβουν κι αποκαλύπτουνε συνάμα

την τραγική μετώπη όλβιου βίου

ηρωισμούς ακάματους των παιδιών του Αιώνα

και συντριβές ολοφανείς στου βίου τη φενάκη.

Σκίρτησα κι ανασκίρτησα στης ψυχής μου τα βάθη

σύντρομος ανακάλυψα της ελπίδας τις βλέψεις

τη ρίζα της τη φοβική κι ολότρανη μαζί

και κατανόησα ο φτωχός πως οι βασανισμένοι

οι δύστυχοι απόκληροι στου βίου τις φαβέλες

αναζητούν φυγόδικα τους άλλους ουρανούς

όταν οι άλλοι οι τολμηροί δαμάζουνε το φόβο

μ’ οθνεία βεβαιότητα που θαύματα τελεί.

Θάρρευσαν, αναθάρρησαν μεγάλοι ποντοπόροι

και οδοιπόροι ακάματοι στης τύρβης το λιοπύρι

έχοντας την ελπίδα τους κρυφό, πανώριο δώρο

που ‘ταζε μυριόστομα νέες χαμένες χώρες

παράδεισους του αύριο τερπνές μορφές ζωής.

Ήταν η ελπίδα ζωντανή, ανθρωποκεντρική

της δύναμης, της θάρρεσης ο ακριβός βλαστός

η φαντασία γόνιμη, δυνάμωνε με βιάση

οι ακριβοί οι θησαυροί που πάντα ονειρευόνταν

σάλευαν, ολοσάλευαν στην αιχμή των στιγμών

του πάθους και της δύναμης μύριων κατατρεγμών.

 

                                                *

Τι πρόσφεραν, τι έδωσαν οι θαρρετοί μας γόνοι

παλιοί γενάρχες των καιρών, δεινοί θαλασσοπόροι

και στρατηλάτες των εθνών με τις θεσπέσιες νίκες;

Άλλαξαν τους ορίζοντες της καθημερινότης

έδωσαν νέα αγαθά στο γένος των βροτών

πίεσαν και βασάνισαν αθώους που προσμέναν

την κάθε μέρα της ζωής χωρίς ανασασμούς

νέων και χλοερών στιγμών στη δίνη της ζωής.

Οι ήρωές μας οι καλοί

παλαιοί και νέοι προγόνοι

δυνάστες των αδύναμων

που τόλμησαν με θάρρος

είχαν ελπίδας λάβαρα

τις φαντασμαγορίες

καιρών, φαντασιώσεων

δώρων αλλοτινών.

Η ελπίδα τους συντρίφτηκε

στις λάμψεις των στιγμών

η πλησμονή των αγαθών

τα λάφυρα του πάθους

με τις πολλές τις προσφορές

στων ισχυρών το κέρας

πρόσφεραν τους πολιτισμούς

μια νέα αυταπάτη

λεηλασίες και σφαγές

καταστροφές και πάθη.

Τέτοια ωραία υλικά

κτίζουν πολιτισμούς

ανανεώνουν βέβηλα

πολλές παλιές ελπίδες

εγκαθιδρύοντας σκληρά

τη δίνη της ανάγκης

με πλαίσια περίτεχνα

πολιτισμών τα κάλλη.

Κι όμως στο βάθος, πιο βαθιά

κυοφορείται πάθος

οι δόλιες φρικτές στιγμές

ανθρώπινης δουλείας

που επαίρεται πυριφλεγώς

για τα ιδανικά της

και των καιρών το σθένος

που αποδιώχνει Λάχεση

μαζί και την ελπίδα

και που χωρίς να εννοεί το δόλιο εαυτό του

σέρνεται κι ολοσέρνεται στης Άτροπου τα μέρη

στης Ειμαρμένης τις οδούς κι ας μοιάζουν φωτισμένες…

 

2.     Ανώνυμος

 

Ανώνυμος: 

Σταμάτησε ο λογισμός, μακάβριο προσωπείο

φενακισμένων σκέψεων με φαντασμάτων όψεις.

Του πάθους περιδέραια κύκλωσαν την ψυχή μου

και ο βαθύς κατατρεγμός, ο απειλητικός

πύκνωσε σαν τα σύννεφα τρισμέγιστης πυράς

που περικύκλωσαν γοργά τον άπελπι δρομέα

στης πάλης το βαθύ γκρεμό, αποκαραδοκία.

Με πρόφταιναν, με πρόφταιναν καπνοί δηλητηρίου

και η φαεινή βουνοκορφή ήτανε μακριά.

Ποιος άγγελος του ουρανού θα μου ‘δινε φτερά

για να πετάξω ολόκορμος, να φύγω απ’ τον πνιγμό

και τα αέρια τα φρικτά μαύρου καπνού που καίνε

και που καλπάζει ολόπνοος για να με καταπιεί;

 

Φωνή:

Δεν είσαι μόνος αγαθέ

και μην πολυτρομάζεις

πλάι σου τρέχουνε πολλοί

γυναίκες και παιδιά

ανάπηροι κάθε λογής

ασθενείς και γενναίοι

ο δόλιος κατατρεγμός

απειλεί τους πολλούς.

Μην τρέχεις!

Γύρισε και ατένισε

τις πόλεις, τα μουσεία

πολλά διοικητήρια

τις όμορφες πλατείες

ουρανοξύστες της χλιδής

στρατόπεδα, κοιτώνες…

Αποκαϊδια έγιναν

δεν πάσχεις συ μονάχος

είναι το κράτος του προχθές

τα ισχυρά βασίλεια

ένδοξα κοινοβούλια

σοφές βιβλιοθήκες

και κόσμος, κόσμος, ναι πολύς

στα πάρκα στις πλατείες

σε χώρους για αναψυχή

σ’ όλης της γης τις πλάνες…

Τρέχεις αγαπημένε μου

ατμοί σε απειλούν

το δηλητήριο απωθείς

αιθαλομίχλης κέρας

ό,τι ανάπνεες γλυκά

σε στιγμές ηρεμίας

σ’ αυτής της γης τον κορεσμό

στον ησύχιο βίο

με θεωρήσεις, ναι, λαμπρές

αιθέριες ψευδαισθήσεις.

 

Ανώνυμος:

Έτρεχα ακατάπαυστα, αλλά και θαρραλέα

έριχνα γρήγορες ματιές πίσω μου, εμπροστά μου

να ενωτισθώ εταστικά την άγνωστη φωνή.

‘Ερημος απειλητική με κύκλωνε και πάλι

η έρημος η πιο πλατιά κι απ’ τα ουράνια πλάτη

η έρημος, παντέρημος της δόλιας της καρδιάς μου…

Καπνοί κατασιγάζονταν, άλλαξε η πνοή

του αέρα τ’ ουρανόφερτου σ’ ανθρώπων ερημία

κι αγνάντευα από μια λιθιά σεληνιακά τοπία

άκρα του τάφου σιωπή σε πόλεις ηχηρές…

Ω, οι μακάβριες οι στιγμές, ονειρικές κολάσεις

με κυνηγούσαν πιο πολύ, συνέχιζα το δρόμο

το μονοπάτι το σκληρό και ανηφορικό

δεν πίστευα πως ξέφυγα απ’ του Άδη τις δαγκάνες.

Κι όμως, νηφάλια φωνή συνέχιζε να λέει:

 

Φωνή:

Είσαι δειλός, κι ας πίστευες στης ελπίδας το δέρας

έφυγες μόνος να σωθείς απ’ το μεγάλο τρόμο

τώρα που όλα χάνονται τι έχεις να μας πεις;

 

Ανώνυμος:

Στον πόνο και στον τρόμο του θανάτου

και στις απόμακρες κραυγές που δέονταν βοήθεια

στα ολόφλεγα τα μέρη μας με νεκρούς και ερείπια

τίποτε δεν ημπόρεσα να εκφράσω ως ευχή.

Πώς βρέθηκε ο ήχος της φωνής

και τι σκληρό θ’ ακολουθούσε

ποια μάτια έβλεπαν εμέ μέσα στην ερημία

και ποιος επόπτης της ζωής θα με κατηγορούσε

μια τρέμουσα και θνήσκουσα

ψυχή μες την οδύνη

έναν θνητό που αδυνατούσε να προσφέρει

χέρι καλής βοήθειας μες τον ορυμαγδό;

Όνειρο ήτανε σκληρό στην  κόψη της ζωής

ή ο κρυμμένος θησαυρός στα βάθη του εγώ;

 

3.     Ερημία.

 

Ανώνυμος:

Σαν έφτασα ο εντρεχής στο ξέφωτο

αγνάντεψα από μακριά ερείπια και φωνές

τα αεροπλάνα έπεσαν από εχθρών βολές

ο αποπνικτικός καπνός χανότανε βαθιά

στο πέλαγος, σ’ ερημικές ακτές του ωκεανού.

Σώπασε κάθε θόρυβος, νεκρές οι πολιτείες

ανθρώπων τα ευρήματα είχανε γίνει στάχτη

και του θανάτου η παγωνιά φρίκη των οδυρμών

μακάβριος άνεμος της σιγής παρέλυσε το βλέμμα

ακύρωσε την ακοή, την όσφρηση μου πήρε.

Ω, οι αισθήσεις οι λαμπρές που ολοπορφυρώνουν

του νου μου και του λογισμού τις ύστατες τις βλέψεις

κατέπαυαν το έργο τους, μ’ άφησαν μοναχό.

Έβλεπα και δεν έβλεπα, ακούσματα χαθήκαν

κι οι θόρυβοι της σιωπής άνοιγαν νέους δρόμους.

Ένιωσα τότε την πνοή άλλης πληροφορίας

ερχόταν από μακριά, έξω από αποστάσεις

ήταν η μύχια φωνή ενός άλλου εγώ

παράδοξη γλυκοφωνή χωρίς φθογγολαλιά.

Δεν πίστευα πως  έρχονταν από το υπερπέραν

από αποστάσεις μακρινές, οικίες των θεών

των μάκαρων το γλυκασμό με μουσικές θεσπέσιες

των άρρητων μελωδιών που η ακοή αγνοεί.

Νόμιζα πως προόδευε η δόλια η ζωή μου

καθώς ταξίδευε άπαυστα σε θείους παραδείσους

ντυμένους με τα χρώματα, τη λάμψη, την πορφύρα

τα άνθη της ηδύτητας που πληρώνουν αισθήσεις

και τρέφουνε το λογισμό με ειδωλική μαγεία.

Οι ποιητές μας οι καλοί τις έκαναν θεσπέσιες

οι μυθογράφοι των καιρών τις πρόσφεραν ατόφιες

σε στοχαστές ευαίσθητους, σε τραγωδίες αιώνων

κι ο μέγας κόσμος ο πολύς τις έκανε θρησκεία

-είδωλα τις αποκαλούν οι σοφιστές των χρόνων

που αποζητούν άλλες πηγές, νέα ταμπού και κόσμους

ακύρωση οριστική παλαιών νομισμάτων

επίχρυσων και λαμπερών, παιδιών παλαιάς απάτης.

Είχαν το θάρρος να τα πουν

το θράσος να τα γράψουν

ξέχασαν επιπόλαια

βαθιές κρυμμένες όψεις

της πανανθρώπινης ψυχής

σε όλους τους αιώνες

που στέκει άφραστη, σεμνή

άφθαρτη μαρτυρία

με κάποιες νύξεις ακλινείς

στις μυθαλληγορίες

στις παραδείσιες πνοές

πριγκίπων της σιγής

και στις συμβολικές γραφές

ανθρώπων των Αιώνων.

 

Ξάπλωσα ολομόναχος

σε χλοερό τοπίο

ξεχνώντας τον οδύνη μου

τους στεναγμούς ανθρώπων

τ’ απίστευτα ερείπια

και τον κατατρεγμό.

Ήχοι αισιόδοξων φωνών

πρόδιδαν τα ερείπια

πόνο και φρίκη αβάσταχτη

μακριά από κάθε βλέψη

στην συντελείας το χαμό

μακριά από κάθε ελπίδα

που ανασταίνει της ψυχής

τις δύσμοιρες στιγμές.

Ποια ελπίδα θα μου ψέλλιζαν

οι δόλιοι οι νεκροί

που ήταν πιο εκφραστικοί

κι από τους ζωντανούς

απ’ τους φυγάδες της ζωής

στ’ αλώνια του θανάτου;

Οι τραυματίες των μαχών

οι αιχμαλωτισμένοι

οι πονεμένοι της ζωής

οι χήρες, τα ορφανά

θα ‘βρισκαν δρόμο να διαβούν

στης λήθης τ’ ακροπάτια

που δίνουν πύλες ανοιχτές

στους δρόμους της ζωής.

Είπαν πολλοί, το ξαναλέν:

Αλίμονο στους φεύγοντες

ναι, στους αποθαμένους

για οι ζωντανοί θα βρουν ζωή

στης λήθης τ’ακρογιάλια

όσο κι αν οι ανάμνησες

τους καταβασανίζουν.

Είν’ η ζωή παντάνασσα

όλους τους διαφεντεύει

άρχοντες δούλους και φτωχούς

το μέγα ελιξίριο

κι ας κλαιν’ οι χήρες, τα ορφανά

και οι καταδιωγμένοι

οι πεινασμένοι των στιγμών

οι αναθεματισμένοι.

Είν’ η ελπίδα η ζωντανή

τυφλή, δυναμωμένη

που αντηχεί στους στεναγμούς

στης θλίψης τα τενάγη

αντίμαχη στους θάρρητες

της ματαιοδοξίας

των άξεστων κατακτητών

των τυχοδιωκτών

που ταλανίζονται μεμιάς

στην άσπονδη τη μέθη

της ματαιότητας του χθες

του αύριο ψευδαισθήσεις.

Είναι το θράσος ικανό

το θάρρος ν’ αφανίζει

και το νηφάλιο λογισμό

να τον αποναρκώνει

στον άθλιο παραλογισμό

που δυστυχία δίνει.

 

4.     Μονήρης

 

Ανώνυμος:

Παραδοξότητα η ζωή

την είπαν μέγα θαύμα

 κι εγώ γευόμουν την πικρή

την άσβεστη αλήθεια

που καταπλήσσει τους πολλούς

τους έρημους, τους μόνους.

Αναγεννήθηκαν ευθύς

οι σκόρπιες μου δυνάμεις

το πνεύμα μου όμως πελιδνό

περπατησιά δεν είχα

κι όμως ανέβαινα ψηλά

εκεί στο κορφοβούνι

τα πτώματα τα κείμενα

σε λόγγους, σε χαράδρες

τα ερείπια τα χαίνοντα

τα άρματα της μάχης

της τέχνης το περίπνευμα

της επιστήμης χάρμα

και των ανθρώπων λογισμού

που κείτεται νεκρός.

 

                                      *

Νεκρός λοιπόν ο άνθρωπος μέσα στο λογισμό του

τα σχέδια τα τολμηρά, της ευφυίας κέρας

που ετοιμάζεται λαμπρός το θάνατο να σπείρει

όντας κι αυτός πρώτος νεκρός στης ζήσης τον καιρό.

Ήμουν λοιπόν κι εγώ νεκρός στης ζήσης τον καιρό

που η τύχη η αχνόφεγγη μου πρόσφερε ζωή

καθώς χωρίς να το ζητώ βρέθηκα στρατευμένος

πολεμιστής σαν τους πολλούς στου πάθους το βασίλειο;

Η όμορφη ακροκορφή μες το φρικτό βασίλειο

μου αποκάλυπτε ευθύς παλιούς θαμμένους κόσμους

για έκπληκτος ατένισα μια άλλη παρουσία.

Ήταν ο κεραυνός βαρύς στης μοναξιάς τη ρέμβη

καθώς ήμουνα βέβαιος πως άλλος δεν υπήρχε

στης δυστυχίας τη στιγμή, στη λήξη της ελπίδας.

Ανάερη ήταν η σκιά –ξωτικά δεν υπήρχαν

ποτέ μου δεν επίστεψα στου δάσους τους δρυίδες

σε μάγισσες λεπτοφυείς, ανάερες πεταλούδες

με μελωδίες χαρμικές, ναι και παραμυθένιες

και στις νεράιδες τις γλυκές που βάλσαμο προσφέραν

σε στρατοκόπους της ζωής, σε πολυπονεμένους

μες την αγρύπνια της βιωτής, στου δάσους τη σιωπή.

Κι όμως κάτι ξεχώρισα να σιγοπλησιάζει

κι η κούραση, το άλγος μου, οι κρύφιοι λογισμοί

ενώθηκαν συθέμελα, θραύσαν το λογισμό

κι όνειρα μαύρα των στιγμών αποδεκατιστήκαν.

Έβλεπα και δεν έβλεπα, άκουγα ενεός

και της βαθιάς σιγής η αιχμή δυνάμωνε στεντόρεια

ο λόγος έγινε σιγή, εύγλωττα αναφής.

Παράδοξο μυστήριο η ανθρώπων πολιτεία

και οι προσωπικές πληγές που χάρη αναβρύζουν…

Ποια χάρη σιγομάντευα μες τη δεινή θητεία

της δύστυχής μου της ζωής στα όρια του θανάτου;

Ορμέμφυτα ανασκίρτησα, έχασα τις αισθήσεις

καθώς αναλωθήκανε από το λογισμό

μα ο λογισμός ο κρατερός έγινε αναφής

με ένωσε ολόφερτος με τις τρανές πεδήσεις

που αναστέλλουν άρρητα κίνηση και ζωή

η τραγωδία η σκληρή, του θανάτου το πέλμα

ο μέγας ύπνος ο βαθύς με τη βαριά χλαμύδα

με πόνους και με τραγικούς δεσμώτες της στιγμής

που γίνεται διάρκεια στου χρόνου τα τενάγη.

Υποψιάστηκα ο φτωχός ένα καινούργιο κόσμο

ακροθιγώς τον ένιωθα που ‘θραυε το βασίλειο

του θάρρους του ακράτητου, του θράσους τη μανία

κι έκρουε παρορμητικά ελπίδας άσπρα μέρη

τις πολιτείες τις λευκές μακριά από αποστάσεις

και φλήναφους ψιθυριστούς που ‘τάζαν ευτυχία…

Ω, η ελπίδα η άσπιλη, κορούλα τ’ ουρανού

που αναστέλλει κρατερά φρούδες αναμονές

κι ανοίγει δρόμους φαεινούς σε όλους τους δραπέτες

στους πλανεμένους της ζωής, σε δύστυχους, σε ξένους

ω οικουμενική πνοή που διώχνεις παραισθήσεις…

Άκουσα όμως τη φωνή που ‘γνεφε από δίπλα

πλησίαζε, πλησίαζε, μ’ ένωνε με τη φύση

και μου ζωγράφιζε άψογα τα πρώτα τα τοπία

μακριά απ’ του χρόνου του σκληρού το μέγα προσωπείο.

Υπέροχο το θέαμα, της ψυχής μου πνοή

που ξέφυγε απ’ τις έωλες των φθαρτών αυταπάτες

από τον πόνο το βαθύ, από τους στεναγμούς

κι απ’ τις πικρές μικροχαρές της καθημερινότης

που αφιονίζουν κωμικά και τραγικά μαζί

ό,τι υπέρτερο αγαθό, αμίαντο και θείο

κρύβει η άθλια η ζωή στων παθών μας τη δίνη.

Πώς γίνεται και άκουγα τα ύψιστα σημεία

χωρίς πνοή, χωρίς λαλιά, χωρίς την όρασή μου

στον τόπο εκείνο το στιλπνό με μαγεμένη χάρη

έξω από το λογισμό, αισθήσεις χωρίς μνήμη;

Τι διηγούμαι ο τρελός δεινός ωτακουστής

χωρίς τα ώτα τα γλυκά μες την τριβή του βίου;

Ο βίος μου ο τραγικός, δεσμώτης των καιρών

ήταν ο ίδιος ο εαυτός που κείτοταν νεκρός

ήταν οι πνιγηρές φωνές των βαριοπληγωμένων

που μάταια ικέτευαν, που βοήθεια ζητούσαν

ήταν οι πόνοι των παιδιών που ζήταγαν πατέρα

και όλοι οι άγνωστοι της γης που στέναζαν μακάβρια.

Ο βίαιος κατατρεγμός που γνώρισα πριν λίγο

δεν ήταν το παροδικό ξέσπασμα της οργής

οργανωμένης έντεχνα από τους δολοφόνους

έμπορους όπλων, πλούσιους και ευγενείς δυνάστες.

Ήταν η κοσμική ψυχή με το μεγάλο πάθος

που πλάθεται αμείλικτα σε καιρούς ευκρασίας

από φτωχούς και πλούσιους, απ’ άνδρες και γυναίκες

απ’ όλους όσοι βρίσκονται στης Άτροπου τα βράχια

στης Ειμαρμένης τις ακτές με βδελυρά τοπία…

Ήμουν και ‘γω παρών εκεί κι ας νιώθω ότι ζω

κι ας βρίσκομαι ολόμονος σ’ ερημική κορφή

θλιμμένος και περίσκεπτος κι απορφανεμένος.

Γιατί πάλι τα σύννεφα της ζάλης και του πάθους

σκίασαν απειλητικά τον κουρασμένο οδίτη

που  ‘νιωθε πως δεν έφταιγε για τα δεινά του κόσμου;

 

                                      *

Οριακές ειν’ οι στιγμές

δεινής δοκιμασία

ακράγγιγμα αμείλικτο

ενός άλλου θανάτου

που συγκλονίζει ριζικά

της ύπαρξης τα μέρη

πέρα απ’ τα δεινά της γης

το δόλιο τροχό

του χρόνου του αμείλικτου

που λέμε αναγκαιότη

δουλεία των θνητών ψυχών

που αποζητούν με πάθος

της Ζήσης τη θεία πνοή

που αψηφάει νηφάλια

όλους της γης τους παιδεμούς

και τα βασανιστήρια

ανθρώπινης κακοπνοής

στην κλίνη του Προκρούστη.

Όλ’ οι τεκτονικοί σεισμοί

και οι κατολισθήσεις

οι βίαιες επιδρομές

των στοιχείων της φύσης

που δεκατίζουν άστοργα

τις πόλεις, τα χωριά

είναι πικρά περάσματα

που φεύγουνε, που πάνε

μπροστά στο μέγα το κακό

ανθρώπινης κακίας

μπροστά στην τέχνη της οργής

στα μίση του πολέμου

στη μανία εκδίκησης

και εξαφανισμού

που άνθρωποι απεργάζονται

κατά των συνανθρώπων

με άκρατο ηδονισμό

στη θέα των εχθρών

που νεκροί ολοκείτονται

σε σωρούς ερειπίων.

Είναι αυτό απόδειξη

ανθρώπινης μωρίας

και καταισχύνης τρόπαιο

αμείλικτο στεφάνι

που αλλάζει πάντα τιμητές

στης δίνης τον καιρό.

Αυτός είναι ο άνθρωπος

και ο πολιτισμός του

ή κάποια άλλη δύναμη

προδιαγεγραμμένη

που τάσσει όρια και στιγμές

ανθρώπινης δουλείας;

 

5.     Ακούσματα χωρίς φθογγολαλιά.

Οι συνοδοί.

 

Ανώνυμος:

Η οπτασία η γλυκιά μ’ άφηνε στα δεσμά μου

στους μύριους αλαλαγμούς απόηχων του χθες

του χθες και όλων των στιγμών μες τα δεινά του βίου.

Άκουσα ξάφνου τη φωνή χωρίς φθογγολαλιά:

 

Χρύσιππος:

Καλέ διαβάτη της ζωής, μάρτυρα του θανάτου

με τους δεινούς διαλογισμούς που σε κρατούν στα όρια

πυρίκαυστη ακρογραμμή, ακροβατών το κλέος

με ίλιγγους πρωτόγνωρους κι εξάρσεις της στιγμής

είναι καλό το αντάμωμα της φρίκης και του πόνου

με τις εξάρσεις των στιγμών που διαλύουν νέφη

φωτιές, καπνούς, τις πυρκαγιές και αναθυμιάσεις…

Είναι η μείξη πειρασμός ανθρώπινης θητείας

μες τις ομίχλες τις πυκνές της καθημερινότης

αν κραταιώσεις της ψυχής τις δυνατές οπλές

κι αν στηριχθείς με φρόνηση στη θεία την πηγή

που ‘ναι η μόνη ατρεμής αλήθεια του ανθρώπου.

Αν πόνοι, καταποντισμοί, δολοφονίες, πάθη

είναι η μόνη σταθερά που συνέχει την κτίση

θα ήμασταν αιχμάλωτοι δεσμώτες των σπηλαίων

θα νιώθαμε και ευτυχείς με την κατάστασή μας

θα κολυμπούσαμε τυφλοί στων παθών τις εντάσεις

κι ο βίος μας θα ‘ταν λαμπρός στων παθών την οδύνη…

Δε θα ζητούσαμε καλέ καλύτερες ημέρες

δε θα ποθούσαμε ποτέ ακρομεριές αγάπης

ούτε τους μύχιους δεσμούς στης πλήρωσης τα μέρη

μακριά, μακριά, πολύ μακριά απ’ των παθών τις μέρες.

Είμαστε όλοι ταπεινοί και δούλοι της Ανάγκης

και νιώθουμε πως οι σκαιές του βίου δοκιμασίες

είν’ όλες αναπόφευκτες παρά μύριες κατάρες

στων πασχόντων τα στόματα, στων συγγενών τα δάκρυα

χωρίς να νιώθουμε οι φτωχοί τη δική μας ευθύνη

όταν οι μέρες οι καλές με τερπνές αναμνήσεις

και με χειροκροτήματα των ευκλεών ηρώων

αποκοιμίζουν ύπουλα παλιές βαθιές πτυχές

ανθρώπων κάθε εποχής, θρησκείας, δυναστείας…

Θέλεις να δεις στα πέρατα ανθρώπων οικουμένης

πέρα από κάθε εποχή, ταυτότητα και έθνος;

 

Ανώνυμος:

Τι ήτανε τα λόγια αυτά χωρίς ήχου φωνή;

Ήμουν και εγώ θύμα φρικτό ανθρωποφαντασίας

έρμαιο της συνήθειας και της ανεμοζάλης

θύμα του ευδαιμονισμού που παρωπίδες έχει

και ξέρει μόνο τα καλά κι ευφρόσυνα του βίου

κι όταν πολλές κρίσεις ξεσπούν μοιάζουμε αφελείς

γιατί τσακίζουν άστοργα βιτρίνες ευζωίας

που κρύβουν δόλο άγρυπνο με λεοντή θεσπέσια

με φώτα, με τεχνήματα, με πλούσια αγαθά

και με λαμπρές συχνές στολές που εντυπωσιάζουν

με είδωλα κάθε λογής για σοφούς και ασόφους…

Φρενίτιδα ιδιοπαθής η ανθρώπινη ζωή

ύπουλη, ναι, κρυψίνοια που εθελοτυφλεί

κι ο άνθρωπος ο πάμπτωχος με τα βαριά πλουμίδια

μοιάζει ανυπεράσπιστος από τις συμφορές

ψάχνοντας και ξορκίζοντας υπόδηλες δυνάμεις

στους στείρους τους φανατισμούς κάποιων ταριχευμένων

που εξεγείρουν τους πολλούς μες την ανεμοζάλη

στη θύελλα την άστοργη κάθε μισανθρωπίας…

 

                                      *

Ποιος άνθρωπος αυτής της γης

με μύριες υποσχέσεις

στέκεται όρθιος μετά

τόσες πολλές πληγές

και ποια φωνή δυναμική

θα κράδαινε σημαίες

με θαμβικά εμβατήρια

μέγιστες συγκινήσεις

και ιερότατο παλμό

παλιών ιδανικών

στης πάλης το βαρύ αχό

στου χάρου το σεργιάνι;

Πού είν’ το δηλητήριο

που όλους μαγγανεύει

και που οπλίζει δυνατούς

κατά των αδυνάτων

τους αδυνάτους τους πολλούς

που ορθώνουνε τα στήθη

να γίνουνε πιο δυνατοί

και να ισοπεδώσουν

τους γερασμένους τους θεσμούς

που καταβασανίζουν

τον άμοιρο, τον άκληρο

και τον αποδιωγμένο;

Ποιο μίσος, ποια επίκληση

και ποιες διεκδικήσεις

θ’ αφάνιζαν από τη γη

ανθρώπινη μωρία

θα γύμνωναν ευθύβολα

πολιτισμών τα κλέη

στης ιστορίας το ζυγό

τον χιλιοπαινεμένο;

Προφήτες ουρανόσταλτοι

και ανθρωποφερμένοι

και ευαγγελιστές πολλοί

μιας τέλειας κοινωνίας

βλέπουν ελπίδες ανθηρές

να κείτονται νεκρές…

Φρούδες ελπίδες των καιρών

πανάρχαιες και νέες

κρύβονται στα ερείπια

ανθρωποπαιδεμού.

μπροστά στο θράσος το δεινό

και την αναλγησία

της ίδιας μας της φύσης μας

που κομπορρημονεί.

Ο συνοδός μου ο καλός

ως θεία οπτασία

περίμενε τα λόγια μου

μ’ απόκριση δεν πήρε

                  

                                      *

Μ’ έπιασε απ’ τα χέρια μου χωρίς να με αγγίξει

περίπνευμα ήταν ιερό χωρίς περπατησιά

μ’ οδήγησε περίσκεπτα ακόμη πιο ψηλά.

Ακολουθούσα σιωπηλός, τα λόγια περιττά

οι αισθήσεις μου οι αληθινές ως αλληθωρισμοί

άρπαζαν τη λαμπρότητα ερημικού τοπίου

θωρούσαν τα πετούμενα μ’ αλλοτινή ματιά

τους κλώνους τους ολόχαρους αιωνόβιων δένδρων

τους θάμνους με τις φυλλωσιές τις ολοπλουμισμένες

με τον κισσό, αγράμπελη και άλλους εραστές

που σιγανέβαιναν γλυκά λαμπρύνοντας την όψη

στου μωβ, του τριανταφυλλί και στου σιέλ το χάδι.

Πρόβαλαν ζώα του δρυμού με πονηρές ματιές

σκίουροι ξεπετάγονταν με ακροβολισμούς

και τα στρουθία τα μικρά κρυμμένα μες τους θάμνους

περίμεναν μ’ ανασασμούς κρυφούς και φανερούς

το μάκραιμα το αχανές του εχθρού τους του Πετρίτη.

Έμενα ασυγκίνητος απ’ την περίσσεια χάρη

π’ άλλες φορές ευφρόσυνες μ’ έκανε να σκιρτάω

γιατί τα μάτια της ψυχής ατένιζαν μακάρια

ό,τι η όψη των ματιών αδυνατεί να δει.

Μας το ‘πε τόσο εύγλωττα ο σοφός Αθηναίος

το επανέλαβαν συχνά μεγάλοι μυστικοί

της Δύσης, της Ανατολής τα φαεινά βλαστάρια

οι μουσουργοί του κόσμου μας, μεγάλοι καλλιτέχνες

και οι απλοί, οι άσημοι του κόσμου μας διαβάτες

στο περιθώρι της ζωής μακριά από τους ήχους

και απ’ τις μαγικές φωνές κοσμικών αυλητρίδων

με βλέμματα προκλητικά, καμπύλες ευειδείς

μες τις αυλές τις πληκτικές του κόσμου ηγεμόνων

μες τα χαρέμια της οργής –απανθρωπίας δόξα.

Άκουγα τώρα μυστικά τους ήχους, τους θορύβους

κι έχανα κάθε επαφή με χωροχρονικότη

κι ήτανε η βαρύθυμη στιγμή ευλογημένη.

 

Καλλικλής:

Τι θες εσύ ταλαίπωρε εραστή των αιώνων

αιώνων με απέραντους ποταμούς των αιμάτων

με δυστυχίας ιαχές στου πόνου τα γρανάζια

στους ηχοπυροβολισμούς ανθρώπων τεχνημάτων

στις υπερηχητικές βολές πυραύλων, αεροπλάνων

που συνδυάζουν έξοχα επιστήμη και δόλο

την τέχνη τη θεουργική με Προμηθέα ταγό;

Τι λες ουτιδανέ θνητέ, γελοίο ανεμοδούρι

με λύπη κι αναστεναγμό, μ’ ελπίδα και πληρότη;

Ανήκεις στους παράδοξους και στους σχιζοφρενείς

όταν αρνείσαι τα σκληρά πεδία του θανάτου

και κτίζεις τα ανάκτορα ονειροφαντασίας

επικαλούμενος πηγές των αποξενωμένων

όσων αρνούνται να διαβούν τα σύνορα του χθες

της παιδικότης τις σκιές τις τόσο αναιμικές

ανύπαρκτους παράδεισους όλων των νοσταλγών

όσων δραπέτευσαν δειλά απ’ τον αχό της ζήσης

κι ελπίζουν σε ανύπαρκτους λειμώνες ευτυχίας;

Είναι παλιές οι συνταγές των θαυματοποιών μας

μα όλοι μας γνωρίζουμε: θαύματα δεν υπάρχουν.

Πού πας ξεμόνι της ζωής μαζί με συνοδό

με φάντασμα περίτεχνο, μ’ αρρωστημένο εγώ

που προσπαθεί χωρίς λαλιά να σε γεμίσει ψεύδη;

 

Ανώνυμος:

Κατάλαβα εμβρόντητος δεύτερο συνοδό

το δεύτερο περίπνευμα της δόλιας της ζωής μου

που καταβρόχθιζε τυφλά όλες τις ενοράσεις

και τις εκλάμψεις της στιγμής του πρότερού μου βίου.

Θρασύτατος ο λόγος του όσο και κυνικός

συνέχιζε, συνέχιζε, μ’ έπνιγε μες τα λόγια

που ‘ταν ακίδες της οργής με πικρό δηλητήριο.

 

Καλλικλής:

Γιατί ολοταλαίπωρε φοβάσαι τους νεκρούς

γιατί θρηνείς τα θύματα ανθρώπινης θητείας

γιατί αγνοείς πως αύριο, μεθαύριο, ίσως την άλλη μέρα

θα συνεχίσουνε να ζουν, να ιδρώνουν, να δουλεύουν

ωσάν της ζούγκλας τα ορφανά που μένουνε μονάχα

για ν’ αναδύονται έξοχα χωρίς να περιμένουν

άλλους αιθέρες πλησμονής, ανάπαυσης, γαλήνης;

Δεν ξέρεις πως ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη

από το δόλιο πρόσωπο της καθημερινότης

και πως ο πλούτος δε μπορεί χωρίς φτωχούς τους άλλους

πως οι δυνάστες των λαών στηρίζουν τους πολλούς

την πλέμπα την ταλαίπωρη που δε μπορεί μονάχη

να ζήσει χωρίς εισβολείς και εξουθενωτές;

Δεν ξέρεις όμως πιο πολύ κάτι πολύ σπουδαίο:

Ο πλούσιος, ο άρχοντας ειν’ δούλος του φτωχού

του καθημερινού φτωχού που ζει, καταναλώνει

κι απολαμβάνει μέτρια τα μύρια αγαθά.

 

Ανώνυμος:

Είπε πολλά, πάρα πολλά, ναι, λόγια του αέρα

η άλλη όμως η φωνή, ο πρώτος συνοδός μου

μου μιλούσε αμίλητα γιατί η καρδιά ακούει

τα μύχια μηνύματα που ξεπερνούν τις λέξεις.

Δεν ξέρω πώς βρεθήκαμε ψηλά μες τον αιθέρα

το μόνο αερόστατο με μόνο πλοηγό

διάβαινε αργά και σταθερά, διέσχιζε πεδία

κάμπους βουνά και θάλασσες, μαυρίλα του θανάτου.

Στρώματα ήταν οι νεκροί, λίγοι οι διασώστες

που πάλευαν ηρωικά να ανασύρουν κάποιους

που βόγγαγαν, που στέναζαν, που ζητούσαν βοήθεια…

Οι πόλεις φρικτό φάντασμα και κατερειπωμένες

οι εκκλησιές μισόγκρεμες, μουσεία, εργαστήρια

προτομές και αγάλματα σωριάζονταν στους δρόμους

στους δρόμους τους αδιάβατους, θανάτου παγωνιά.

Στην έρημη την ύπαιθρο, στους οικισμούς πιο πέρα

ο φόβος άπλωνε σκληρά την όψη της τρομάρας

και οι κινούμενες σκιές ανδρών και γυναικών

αντάμωναν με δάκρυα και εναγκαλισμούς

καθώς παιδιά της γειτονιάς κλαψούριζαν θλιμμένα

στο άγγελμα του θάνατου του καλού τους πατέρα.

Ήταν κι οι ζωντανοί νεκροί, αμίλητοι, ενεοί

η σκέψη τους περίσσευε και ο λογισμός βουβός

ο λόγος της καρδιάς απών, άχρηστες οι προβλέψεις

πηγάδι ολοσκότεινο η φαντασία μόνη

και το στημόνι της ζωής κι αυτό σταματημένο.

Έβλεπα και δεν έβλεπα ωκεανών τα πλάτη

και του ορίζοντα οι γραμμές κι αυτές απατηλές.

Οι συνοδοί μου ανέστειλαν τα λόγια και τις σκέψεις

ακροβατούσανε κι αυτοί σε γκρεμούς αγωνίας

στην άβυσσο τη χαίνουσα ανθρώπων ιστορίας

που κατοπτρίζει βλοσυρά της Σελήνης την όψη

την άλλη όψη την κρυφή που κανείς δε γνωρίζει

ούτε ο Ενδυμίωνας ο μέγας εραστής της.

Η σκέψη επικαλέστηκε το γλυκό σεληνόφως

ρομαντική υποβολή σε στιγμή ευωχίας

κι αμέσως ανακάλυψε πως δεν είναι δικό της…

Μήπως το σκότος της ζωής, οι φρικτές τραγωδίες

δεν ειν΄ η όψη η αληθής ανθρώπινης ζωής;

Σελήνη μου γλυκύτατη πες μου την παναλήθεια

την παναλήθεια τη λαμπρή που δε φωτίζει νύχτες

που βρίσκεται πολύ μακριά απ’ την υποβολή

τα άσματα και τους ρυθμούς τους υποβλητικούς

που θύουν ακατάπαυστα στους νόθους μας βωμούς

στις ψεύτικες αναλαμπές, στους επισκοτισμούς

χθόνιων απολαύσεων που οδηγούν στον πόνο

μακριά, μακριά, πολύ μακριά από το φως της Μέρας;

Άφωνη ήταν όπως χθες, άφωνες και οι τροπές της

και κείνο το χαμόγελο το μελαγχολικό

με γεύση νόστιμη θαρρείς που μαγνητίζει νέους

νέους και νέες με λαμπρές βλέψεις επιθυμίας

άφηνε άναυδους πολλούς κι ας ήταν τα τοπία

μετά προσεκτικοί ματιά φρικτά, σεληνιακά…

Ο πρώτος και ο πρωτινός ο καλός σύντροφός μου

μου ‘γνεφε με το πνεύμα του, με μάτια μυστικά.

Διάβασα τότε έμπνεως τους λόγους της σιγής.

 

Φωνή:

Σελήνη είν’ ο κόσμος μας καλέ μου αδελφέ

σελήνη υποβλητική που μας καθυποβάλλει

με τέρψεις και καλές στιγμές, ακούσματα σειρήνων

κι απόηχους της λησμονιάς στο έλος της ζωής

που από μακριά είναι λαμπρό με λάμψεις και ρουμπίνια

με σάπφειρους και σμάραγδους που μας ολοστολίζουν

και πέφτουμε ολόκορμοι στις κρυφές του ρουφήχτρες

κι ο αγώνας μας τόσο σκληρός όσο σκληροί οι λίθοι

που γίνονται όπλα κρατερά για επιβίωσή μας

καθώς η πάλη η σκληρή στου τενάγους τα νύχια

μας δείχνει τη σκληρότητα απαίσιας ομορφιάς.

Μην ακούς τους θριάμβους τους των νικητών στο βάθος

όσο και αν ακκίζονται και κρούουν τους παιάνες

τα εμβατήρια τα λαμπρά της δόξας καντηλέρια

και τις ευφρόσυνες πνοές που ιδανικά υμνούν.

Είναι το σκότος το βαθύ ανθρώπινης δουλείας

το σκότος με τη λάμψη του που μας αποναρκώνει

η τραγικότητα της γης, ανθρώπων των αιώνων

που κράζουνε θριαμβικά ως ελευθερωτές

κι όταν η φρίκη έρχεται ως μέγας μας δυνάστης

ο πόνος και η θύελλα των παθών κάνουν ταίρι

και στροβιλίζουν άτακτα τις ιερές ιδέες

τα σκοτεινά μας τα φετίχ που θεωρούμε φώτα.

 

Ανώνυμος:

Απόηχος υπέρτερος ήταν ο λογισμός

η λάμψη, το συναίσθημα της καλής συνοδού μου

κι ανάσταινε προσωρινά την πάντιμη ελπίδα

μες της οδύνης το χαμό, στου πάθους την κραιπάλη.

Ανασκιρτήσαν μέσα μου παλιοί θαμμένοι κόσμοι

που η μαυρίλα της ζωής, η πάχνη των στιγμών

και η ρουτίνα αγαθών, μάταιες ψευδαισθήσεις

είχαν καλύψει θησαυρούς της ομορφιάς, του κάλλους.

Ποια ομορφιά ανέσπερη, ποιο κάλλος επουράνιο

βρίσκονταν στο υπόστρωμα, κάτω απ’ την απάτη

της μουχλιασμένης μας ζωής που ‘μοιαζε με βιτρίνα

παντοίων όσων αγαθών με λάμψη αστραφτερή

που κοίμιζε μακάριο, σαν τραγικό, ναι, λίκνο

κάθε μορφής ψευδαίσθηση ως αισιοδοξία

ως ευθύγραμμη πρόοδο που τάζει ευτυχία

με φαντασμαγορικές αιχμές των νέων μας καιρών;

Υπνώτταμε, υπνώττουμε, φενακισμένα δώρα

των Δαναών προπέτασμα στους νέους μας καιρούς

ήταν τα περιδέραια, τα λαμπερά διαμάντια

παρόλες τις σκληρές στιγμές, τις διιστορικές.

Ω υπνοβάτη των καιρών, ταλαίπωρε θνητέ

που πίνεις το πικρό νερό ως νέκταρ αφθαρσίας

και που υπνώττεις στις στιγμές ψευδότιτλων θριάμβων

ω ταπεινό εξάρτημα στου κόσμου τον τροχό

αισιοδοξίας βλάστημα στα πάθη των αιώνων

ω μασκοφόρε απατηλέ με μάσκες της απάτης

δε θα βρεθείς ανάκορμος, όρθιος, ηρωικός

μπρος τη φενάκη της ζωής, απατηλό χιτώνα

που ΄σαι και συ συντελεστής ως οκνηρός εργάτης…

 

Θεωρός:

Αποδημεί ο λογισμός

οι λέξεις της ημέρας

ηχεία είναι ξέπνοα

κύμβαλα αλαλαγμού

κι ορθώνεται ολομεμιάς

ένας πανώριος κόσμος

ο κόσμος ο παρθενικός

 συμπαντικής πνοής.

Εξάρσεις όμως της στιγμής

άχραντο περιδέρι

αδυνατούν να ορθώσουνε

άσπιλη παρουσία

το είναι κάθε μας ψυχής

μπροστά στην παρουσία

και των δεινών τον τάραχο

με τις τερατωδίες

τους έξαλλους αλαλαγμούς

και τις φωτοχυσίες

των άοκνων υπηρετών

του ψεύδους της ζωής.

 

6.     Alter Ego

 

Θεωρός:

Ήταν ο καταβυθισμός ευθύς, η λάμψη μακαρία

η έκσταση του πνεύματος μια και μοναδική.

Όμως ο άλλος συνοδός πήρε ευθύς το λόγο.

 

Καλλικλής:

Δε θα μπορέσεις να διαβείς τα σύνορα του κόσμου

αιθεροβάμονες πολλοί τάζουν την αφθαρσία

και τους μακάριους ουρανούς που ποτέ δεν υπήρξαν.

Δεν ειμ’ εγώ ο άθλιος και ο καταραμένος

που αποστρέφεται έναγχος κάθε μορφή ζωής

ζωής μακάριας και σεπτής στις τρίβους των αιώνων.

Είναι ο ίδιος ο αχός, πνοή της ιστορίας

που δεκατίζει άσπλαχνα ανθρώπων τις ζωές

ο αναλλοίωτος ζυγός της ανθρωποκτονίας

που σπέρνει με τραχύ ρυθμό την πάντων δυστυχία

όσο κι αν κάποια λούλουδα ανθίζουν δω και κει.

Έρχεται αμέσως ο σεισμός ο καταλυτικός

και κει αποκαλύπτεται αδιάπτωτο δράμα

που καταλύει πάραυτα ανθρώπινες ελπίδες

αναστηλώνοντας μεμιάς του πάθους την αλκή

τη φοβερή την έφοδο της ανθρωποφαγίας…

Δεν έφυγαν καλέ αδελφέ όλοι οι ανθρωποφάγοι

τα πλούσια άνθη αυτής της γης, άνθη πολιτισμού

μας πρόσφεραν νέα δεσμά που εχθρούς καταστρέφουν

ανθρώπους εγειρόμενους κατά των συνανθρώπων

με απληστία βλοσυρή και δολοφονική.

Όσοι οραματίζονται τα δώρα τα μεγάλα

του Λόγου μας τις προσφορές, άνθη πολιτισμού

είναι τυφλοί, ολότυφλοι αδυνατούν να δούνε

της ιστορίας τον αχό, των ανθρώπων τη φύση.

Είναι καλοί οι παράδεισοι που λέμε στα παιδιά

τα παραμύθια της γιαγιάς με τους ευλογημένους

οι χώρες οι ανατέλλουσες –θρησκειών επαγγελίες

οι ωραίοι κόσμοι οι καλοί πολλών ουτοπιστών

κι άλλα πολλά και όμορφα των μύθων παραμύθια

οι ενοράσεις των σοφών και των επιστημόνων

που πίστεψαν, μικρά παιδιά, στην αλλαγή ανθρώπων

το πέταγμά του το λαμπρό με τα φτερά της γνώσης.

Δες τους αιώνες, τόλμησε τον άνθρωπο να βρεις

τον άνδρα τον ελεύθερο της γυναίκας το πνεύμα

των νέων τα οράματα που χάνονται στο σκότος

της δουλικής υποδομής –αρπάγες της ανάγκης

και στον αμείλικτο κλοιό της φρικτής Ειμαρμένης.

Δίκη την είπαν οι παλιοί, μήτρα δικαιοσύνης

κι είναι ό,τι πιο άδικο μπορείς να φαντασθείς

ό,τι σκληρό και δουλικό που δείχνουν οι αιώνες

και των ανθρώπων η οργή που πλάθει ιστορία.

Διάβασα τους ιστορικούς, λόγιους φιλοσόφους

κι αναρωτιέμαι με παλμό αν ζουν σ’ αυτόν τον κόσμο

αν κατανόησαν αυτοί, δεινοί μελετητές

των ανθρώπων την άβυσσο

τη δύναμη του πάθους

και τον αλογικό παλμό

που μίσος εκτοξεύει

μίσος αντιανθρώπινο

από ανθρώπων πράξεις.

Ολοπετάμε φίλε μου πάνω απ’ τα ερείπια

διαβαίνουμε ωκεανούς και κει καταστροφή

και οι ακτές οι μοναχές φιλοξενούν ερείπια

αντιτορπιλικά πολλά και αεροπλανοφόρα

που σύντριψαν, συντρίφτηκαν με πάθος και οργή.

Είναι αυτό πολιτισμός της τεχνικής καμάρι

και η ελευθερία πού η πάντων λατρεμένη;

Μιλάμε αδιάκοπα για δικαιώματά μας

για τις μεγάλες προσφορές της ανθρώπινης φύσης

και δικαιώνουμε συχνά τις ανθρωποθυσίες

που είναι νέα κάτοψη της ανθρωποφαγίας…

Φεύγουμε κάποτε μαζί σαν ο τρόμος προβάλλει

σε χώρες αγγελόμορφες των αδυνάτων κλέος

λατρεύουμε περίσκεπτοι το μη πραγματικό

γινόμαστε οι άμοιροι λάτρεις του αδυνάτου

κι όταν ξεχνιούνται τα δεινά που αποδεκατίζουν

πάλι ριχνόμαστε μεμιάς σε νέους παιδεμούς

που οδηγούν ευθύβολα σε νέες περιπέτειες.

 

                                      *

Είδαμε τα ερείπια, όλη τη δυστυχία

δεν είναι η νεόφερτη αγγελία θανάτου

είναι η επανάληψη παλαιών στιγμών της φρίκης

που σιγοβράζει άσπονδα σε ειρηνικούς καιρούς.

Παλαιές πόλεις, αγέρωχες, φώτα πολιτισμού

αλώθηκαν συλήθηκαν, ερείπια μας αφήσαν

και κει ορθώθηκαν αργά οι άλλες μητροπόλεις

που δεν απέφυγαν κι αυτές της Άτροπου το μένος.

Θα πάω όμως πιο μακριά φίλε και αδελφέ

δε θα σε πω υποκριτή των λόγων αναγνώστη

καθώς το θέλει ο ποιητής ο αναθεματισμένος

που τόλμησε τα λυπηρά του βίου  ν’ ανορθώσει

με τον ποιητικό παλμό, της πλήξης αποκέρι.

Δεν είμαστε υποκριτές όταν το δίκιο λέμε

και να μπροστά στην τραγική μεγάλη ειρωνεία.

Ποιος θα μας πει το δίκαιο, το άδικο ποιος ξέρει;

Ξέρουμε τόσα θαυμαστά στο διάβα των αιώνων

παράδοξα σκιρτήματα που δίνουν οι αισθήσεις

και έξοχα μυθήματα, πρωτινές ενοράσεις

κι ακολουθεί γοργόφτερος των γνώσεων ο θρόνος.

Όλα μακάρια, έξοχα, τα ύμνησαν οι αιώνες

στέκουν βωβά, αμήχανα μπρος από τα ερείπια

κι αναρωτιούνται τραγικά τι είναι το ορθό

το δίκιο, το άδικο, τα δικαιώματά μας.

Βλέπω πως δε γνωρίζουμε τις πιο απλές αλήθειες

αν υποθέσουμε έντρομα πως Αλήθεια υπάρχει.

Την αγνοούμε οι φτωχοί, οι πάμπλουτοι ενδεείς

φρικτά κατανυσσόμενοι της απάτης τα δώρα

ό,τι λαμπρό και έξοχο μας δίνει ο λογισμός μας

και η μελέτη η πολλή, εργαστηρίου μόχθοι

και μύριοι πειραματισμοί που αυτόματα προσφέρουν.

Τα ‘χουμε μες τα χέρια μας και τις αποσκευές μας

πλουταίνουμε τα σπίτια μας και τα υπάρχοντά μας

γινόμαστε οι σύγχρονοι και οι πολιτισμένοι

και να που όλα χάνονται σε αγνωσίας σκότη.

Υπάρχει κάτι άγνωστο που θα πολιορκείται

ο άγνωστος ο θάνατος της ματαιότης κέρας

και το υπάρχειν μας καλέ πέρα απ’ τις ψευδαισθήσεις

γκρεμίζεται στα ερείπια πολλών ματαιοτήτων…

Κουράστηκα να περπατώ στην ερημιά του βίου

στην έρημο όλων των ψυχών στην έρημη ζωή

που μόχθοι και πολύς αυχμός πλέρια μας την προσφέρουν

οξύνοντας, ευρύνοντας τους μύχιους στεναγμούς

ώσπου ξεσπάει η οργή η πάντων καταλύτρα.

Μακάριοι είναι οι νεκροί, μακάριος και ο δρόμος

που τους αποτεφρώνει στης μάνας μας της παλαιάς

το άξενο, φιλόξενο κι αδιάφορό της στρώμα.

Ακόμη πιο μακάριοι είναι όσοι γνωρίζουν

χωρίς ελπίδες, προσμονές, χωρίς ανταποδόσεις

πως μόνη αλήθεια της ζωής είναι η αναλήθεια

των κόπων μας, των μόχθων μας και των επιτευγμάτων

που όλοι μας θαυμάζουμε πριν μας ενταφιάσουν

στον πρόσκαιρο, αναυθεντικό και παχυλό μας βίο.

Ήμουνα χθες ο νεαρός που μάγευε η γνώση

ανθρώπων περιπέτεια με τους πολλούς κοτίνους

με τα φετίχ τα ιερά που άλλαζαν τη σκέψη

και τους στενούς ορίζοντες των μυθικών μας χρόνων.

Είδα κατόπιν ο φτωχός, ο εξουθενωμένος

πως γνώσεις και οι πιο τρανές είναι παροδικές

παρά τα πλούσια λάφυρα, τις πλέριες υποσχέσεις

που αλλάζουν αναπόφευκτα και τις τροπές του βίου.

Σεβάστηκα και σέβομαι αυτήν την περιπέτεια

όσο κι αν παρενέργειες ριπίζουν την ακμή της

όσο κι αν ο πολύς λαός την αγνοεί προθύμως

σπεύδοντας όμως ως τυφλός τα δώρα ν’ απολαύσει

τα δώρα τα αμφίσημα ανθρώπινης προσπάθειας.

Είδα πολλά παράδοξα, τίποτε δε γνωρίζω

πέρα απ’ το πάθος το σκληρό που όλους ακυρώνει.

 

                                      *

Μην ψάχνεις αγαστέ, καλέ

μόνο στα κοιμητήρια

θα ‘βρεις εκεί πολλούς νεκρούς

άσημους, διασήμους

ανθρώπους με παράσημα

και άγνωστους θνητούς.

Μην ψάχνεις μες τις λαγκαδιές

και στα κλεινά πεδία

πολέμων αδυσώπητων

νεκρούς να συναντήσεις.

Ανάστησε τη σκέψη σου,

αντίκρισε το βίο

το βίο τον ευδαίμονα

της πολλής ευφορίας

και δες εκεί πολλούς νεκρούς

που ζούνε, που κινούνται

στους δρόμους τους πολύφωτους

στα κέντρα ευτυχίας

με αυλητρίδες εύσωμες

με πόρνες της αιχμής.

Άκουσε ήχους της γλυκιάς

και μολεμένης φύσης

που ακυρώνουν τις φωνές

των μουσικών τεράτων.

Δες τα διευθυντήρια

 με τους κλεινούς αυθέντες

τους εγολάβους των στιγμών

με μύριες υποσχέσεις

γραφεία των πολιτικών

που παραδείσους τάζουν.

Δες και τα εργαστήρια

 με τους τερματικούς

τους δείχτες τους πολύφωτους

των χρηματιστηρίων

που ανελέητα καλούν

εύκολους κερδοσκόπους

τις πολυεθνικές καλέ

με τα μύρια πλοκάμια

της παγκοσμιοποίησης

με φρούδα προϊόντα.

 

                                      *

Ποιος θα μπορούσε να σκεφθεί

πως ο θαυμάσιος κόσμος

ο κόσμος του πολιτισμού

της προσφοράς των δώρων

είναι σειρήνες θελκτικές

που θάνατο κομίζουν;

Ο Οδυσσέας ο κλεινός

το γνώριζε ο μεγάλος

και δεν πολέμησε ποτέ

 τις ώριες τις σειρήνες

μόνο προφύλαξη έλαβε

και ξέφυγε ακέριος

μαζί με τους συντρόφους του

που δέχτηκαν ασμένως

την ασφαλή την άμυνα

απ’ των δεινών τα βέλη

κι ας κόμιζαν περίτεχνα

γλυκείες απολαύσεις…

Πόσοι τολμούν αγαπητέ

ν’ αρνηθούνε τα βέλη

τα βέλη της υπόσχεσης

που τάζουν ουρανούς

και πόσοι άλλοι αμέτρητοι

και βαθιά παθιασμένοι

απολαμβάνουν άπαυστα

ό,τι αποναρκώνει;

Φρικτά τα κοιμητήρια

οι όγκοι των πτωμάτων

των επιζώντων οι κραυγές

και οι καταστροφές.

Τι θα ‘λεγες για τους νεκρούς

τα θύματα της πλάνης

για την οργή των πόλεμων

και για την απληστία

όσων εκμεταλλεύονται

αδύναμους, φτωχούς

και οι φτωχοί τι θα ‘καναν

αν πλούσιοι γινόνταν

και αν οι προλετάριοι

άρπαζαν εξουσία;

Ω, μακαρίζω τους νεκρούς

που ‘φυγαν, που χαθήκαν

και ολοφύρομαι καθώς

θωρώ τους ζωντανούς

όσους πλανώνται άσκοπα

σε κοιμητήρια ζώντων.

Παρόμοιο κοιμητήριο

είναι και η ζωή

αν αφαιρέσουμε ευθύς

γιρλάντες της απάτης

τα περιδέραια τα λαμπρά

τα ψεύτικα στολίδια

την ερημιά του έρωτα

του γάμου την απάτη

πατρότητα, μητρότητα

φατρίες, φυλές και κράτη

που όλα τους στηρίζονται

στη μόνη τη φενάκη

που πλάθει τον πολιτισμό

τις κοινωνίες, τα ψεύδη.

Μη σε τρομάζει ο πόλεμος

μη σε πτοούν οι πόνοι

τα σκληρά τα γυμνάσματα

που ξεπερνούν τους πόνους

του Άδη τα μαρτύρια

που οι θρησκείες θέλουν.

Είναι σκληρά φαντάσματα

νοσηρές προεκτάσεις

του κόσμου μας του άστοργου

των δεινών του παθών

παθών που αιωνίζονται

και που μας δυναστεύουν

στην άπαυστη και ακλινή

του βίου μας θητεία.

 

7.     Φωνή Σιγής

 

Ανώνυμος:

Ακροαζόμουν σιωπηλά τους δύο συνοδούς μου

κι ένα μυστήριο τρανό που με πολιορκούσε

στο χώρο τον ελεύθερο, στου ουρανού τα πλάτη

απόμερα, πολύ μακριά από τις εκατόμβες

από το άλγος το βαρύ, από τις Συμπληγάδες.

Δεν ξέρω αν τα όνειρα έχουν συμβολισμούς

ούτε κι αν αποκρίνονται σε όσα μας συμβαίνουν

ονειροκρίτες των καιρών είναι επινοήσεις

τις οποίες ασπάζονται και ψυχαναλυτές

οι δόκτορες των νέων καιρών που μας πισωγυρίζουν

σε περασμένες εποχές, χιλιετίες πίσω.

Εξέταζα την αίσθηση, των ματιών τις κινήσεις

την έντονη αναπνοή, τη ροή του ιδρώτα

κι ένιωθα πως δεν ήμουνα σ’ ονείρου πολιτεία.

Σκεφτόμουν μ’ όση ένταση είχε ο λογισμός μου

του συναισθήματος πνοές μ’ ωθούσανε με βιάση

κι ήρθε η στιγμή η κρατερή, ο μέγας πειρασμός.

Έσπευσα να συμβουλευθώ τον πρώτο σύντροφό μου

του κάκου η προσπάθεια, ήταν αφανισμένος

όπως κι ο άλλος ο σκληρός, ο πιο ρεαλιστής.

Άκουσα τότε μια φωνή που ‘βγαινε απ’ τα σπλάχνα

από τα σπλάχνα της ψυχής, τα μόνα αληθινά.

 

Φωνή:

Άκουσες λόγια αληθινά χωρίς ηχολαλιά

και σ’ όνειρα περίτρομος προσφεύγεις.

Ποιος θα λυτρώσει χοϊκέ τη δόλια μας ζωή

απ’ τα ψευδή τα ονείρατα τα μόνα αληθινά

όταν η δύστυχη ζωή, ονειροφαντασία

που παίρνεται γι’ αλήθεια σ’ ανθρώπων τα παζάρια;

Οι ψευδαισθήσεις αγαθέ

οι τυμπανοκρουσίες

οι ελπίδες οι ουτιδανές

οι ψυχεδελικές

το θράσος και η έκρηξη

εγωισμού βλαστάρια

κάνουν τα φρούδα όνειρα

που λέμε ιστορία

με τους ανθούς αναψυχής

και τον πολιτισμό…

Μήπως και συ βυθίστηκες

σε τερπνά όνειρά σου

κι οι δύο φίλοι σου του χθες

οι τόσο αληθινοί

βρίσκονται πέρα μακριά

έξω από αποστάσεις

σε χώρους που δε δείχνονται

ούτε επισκοπούνται

από ανθρώπων λογισμό

που μας αποναρκώνει

σε ψεύτικες, ανύπαρκτες

ονειροφαντασίες;

Θα ‘βρεις εσύ το λογισμό

τον έμφρονα, το θείο

μα μη νομίζεις πως θα μπεις

σε άλλους παραδείσους

της ψευδοβεβαιότητας

της ύπουλης απάτης

στην πλήρη αποκατάσταση

δικαίωσης καμάρι.

Είναι σκληρός ο παιδεμός

ανθρώπινης θητείας

και το μεγάλο αίνιγμα

καλλύνει αγωνίες

ανθρώπων που δε δέχονται

τον ευδαιμονισμό

τα εύκολα και τα τερπνά

τις ψευδοϋποσχέσεις

παμπόνηρων, ανδρείκελων

οργάνων της απάτης.

Ψάξε βαθιά, πολύ βαθιά

στα μύχια σωθικά σου

και μη νομίζεις πως θα βρεις

λιμάνι ευτυχίας

όταν στο άθλιο πέλαγος

ανθρώπινης δουλείας

τελούνται τα απίστευτα

κι όμως αληθινά.

Μας πρόλαβε όλους η ζωή

μ’ όλες τις αντιφάσεις

τις τραγικές συνέπειες

σ’ ανθρώπων πολιτείες

κι ένα σκληρό ερώτημα

θα μας πολιορκεί.

Μπορούμε ν’ αντιτάξουμε

το σθένος και το πάθος

στην άστοργη και βίαιη

οργή, ναι, των αιώνων;

Είμαστε οι ελεύθεροι

στον κόσμο της απάτης

ή δουλικά ανδρείκελα

των ψευδαισθήσεών μας;

Είν’ η ευτυχία εφικτή

μαζί με την πληρότη

ή όνειρά μας πλανερά

με μύριες αποχρώσεις

που μας βυθίζουν όλο πιο

στη μάκαρα δουλεία

που εκρήγνυται τόσα συχνά

ως θυμός δυστυχίας

ρουφήχτρα αδιάλειπτη

συντέλεια των αιώνων;

Πολλά τα ερωτήματα

περιπλοκές οδύνης

κι όμως μπορείς νηφάλια

να ‘βρεις κείνο το μίτο

που οδηγεί μακάρια

έξω απ’ την οδύνη

και τα μεγάλα πλέγματα

της Δριμύτητας τέκνα.

Εκεί θα νιώσεις αγαθέ

την ομορφιά του κόσμου

το μέγα δώρο το σεπτό

το μυριοζητημένο.

Ελευθερία λέγεται

θα τη γευθείς καλέ.

 

 

8.     Άβυσσος

 

Ανώνυμος:

Ήτανε τάχα η φωνή μοναδική αλήθεια

ο μόνος δρόμος ο καλός και ο ευγενισμένος

μακριά από φθέγματα γνωστά των μάγων των καιρών

το μυστικό κι υπέροχο νερό της άλλης Κασταλίας

χωρίς Πυθίες, έκσταση και δόλο και απάτη

που κρύβονταν κάθε φορά με την αμφισημία

των φθογγοσήμων των γνωστών που τρόμο προκαλούσαν

σε άνακτες περιφανείς, σε στρατηγούς γενναίους

σε πολιτείες ισχυρές σε πολέμου ακμή;

Ποτέ μου δεν εκτίμησα την οιωνοσκοπία

τους μάντεις της τους πονηρούς και τα λεγόμενά τους

αλογικές υπερβολές, τη μέθη των ονείρων

μες της Αδράστειας το ζυγό, του Άνακτα των πάντων…

Δεν είμ’ εγώ ο αρνητής των πατρώων θεών

τέκνο τους είμαι άβουλο, παιδί της ύπαρξής τους

που συμπληρώνει άκομψα, που ανοίγει την ανέμη

πλουτίζοντας, πλουμίζοντας των μύθων διδαχές

γνωρίζοντας πολύ καλά το μύθημα το μόνο

που ανεμοδέρνεται σκληρά στην ερημιάς τα μέρη

στην άβυσσο παραφοράς ανθρώπινων πνοών

όπου υψώνονται έξαλλα σημαίες και πανκάρτ

με οθνεία συνθήματα, φοβέρας ιαχές

 αλαλαγμοί, φρικτές κραυγές, απειλές, υποσχέσεις

με παντοδύναμη ακμή τους φρουρούς της ειρήνης

με οδοφράγματα πνιχτά, με αίμα και με πάθος

με δίκαια συνθήματα που αδικία μηνύουν.

Επαναστάσεις ισχυρές με δόλιες ψευδαισθήσεις

εξαερώνονται ευθύς στου αίματος τη δίνη

σε εκτελέσεις μαζικές των ‘’εχθρών του λαού’’

υπό χειροκροτήματα πτωμάτων της απάτης

-είναι κι αυτό που λέγαμε πόλη-πολιτισμό.

 

                                      *

Είναι αυτά τεκμήρια ανθρώπινης σοφίας

αδιέξοδη απόληξη θριαμβικής πορείας

άνθη ιδεών που προσκυνούν ηγεμόνες και δούλοι

ή κάτι άλλο πιο βαθύ, όλο πιο τραγικό;

Η μοναξιά, η έρημος, των ψυχών ακρομέρι

οδύρεται στη σιγηλή των ψυχών μας γωνιά

καθώς στην τραγική του βίου μας βιτρίνα

χορεύουν αλλοπρόσαλλα θηριωδίες, πάθη

που τρέφονται αχόρταγα σε ειρήνης καιρό

ειρήνης κάλπικης, νωθρής, υποκρισίας κέρας

που επωάζει μυστικά τα πάθη των ψυχών.

Η άγνωστή μου η φωνή ξαναπήρε το λόγο

 

Φωνή:

Μη σε τρομάζει η επιφάνεια του κόσμου

και οι φρικαλεότητες των άσπονδων καιρών

ο χρόνος μας είναι για πάντα ο Κρόνος

παιδιά του αγαπητά και ένδοξα

οι ιδέες, οι απάτες των πολιτισμών…

Δεν είν’ μηδενιστής όποιος αρνείται

κάθε παραφροσύνη των καιρών

της ιστορίας τα κρυφά τα μονοπάτια

τις ψευδαισθήσεις των κακόμοιρων θνητών.

Δεν είναι αρνητής των πάντων

όποιος ορθώνει γνήσιο λογισμό

μακριά απ’ τις αφηγήσεις των μοντέρνων

και των αρχαίων ηθολογισμό.

Αναζητεί, αναζητεί το βάθος

το νόημα το μυστικό

τον άρρητο, τον άσπιλο το μίτο

που ορθώνει το αληθινό

γιατί θα ήταν εθελοτυφλία

ν’ αρνούμαστε το ψεύδος το κοινό

να συμπονάμε τους δυστυχισμένους

με πρώτο το δικό μας το εγώ

το πλουμισμένο με οθνεία ψιμύθια

με ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις των καιρών.

Αν όλα είναι μυθικά στον κόσμο

οφείλουμε να εκδιώξουμε το μυθολογικό

γιατί το μύθημα είναι αιώνιο

τραυματισμένο το αναζητάμε

στης πλάνης, στης οργής τον παιδεμό.

Το θράσος δίνει την απάτη

η ελπίδα ανασταίνει το ωραίο

όχι οι ψευδελπίδες των καιρών.

Θα δεις αγαπημένε φίλε

κάτι απόκρυφο, αληθινό

αν εξετάσεις τους δύο συντρόφους

αν πάρεις την οδό προς το αληθινό

γιατί το ψεύδος είναι πάντα αρνητικό

αιχμαλωτίζει τις δικές μας τις αισθήσεις

γίνεται τόσο ζοφερός τρόπος ζωής

μας κάνει ανθρώπους, χωρίς ανθρωπισμό.

 

Ανώνυμος:

Ποια είναι η φωνή χωρίς ηχοβολή

και ποιο το νόημα χωρίς συμβολισμούς

το πάλλευκο το μήνυμα χωρίς το θετικό

το φθέγμα που ενώνει τους ανθρώπους

για να τους στέλνει στο γκρεμό

του ψεύδους και της αυταπάτης

στο χθόνιο κατατρεγμό

με τις μικροχαρές της μέρας

και ηχεία φρούδων μας υποβολών

που κάνουν το τραχύ φρενοκομείο

με πόλους έλξης, ναι, βαθύ αστερισμό

την εποχή του Λόγου του Μεγάλου

που σβήνει, λέει, και κατατροπώνει

ό,τι αχρείο, ψεύτικο και αντιδραστικό;

 

                                      *

Παραλυμένος, δύστυχος, αποδιωγμένος

χαμίνι απόμακρων ανατολών

δεν έχω στέγη, πλέριο ουρανό

χωρίς τους φίλους του προχθές

τις χθεσινές τους υποσχέσεις

και τα συντρίμμια τόσων μου δοκιμασιών

πορεύομαι τη νύχτα ολομόνος

έχασα φίλους και συντρόφους

βυθίζομαι πυρίκαυστος σε χώρο τραγικό

και δε μου μένει πια σε μένα το συντρίμμι

παρά η πλήρης έξοδος απ’ το νωχελικό εγώ

της ιστορίας που είναι και δικό μου εγώ.

Ζήλεψα νέος του νηφάλιους Στωικούς

που δέχονταν ασμένως την αυτοχειρία

ως πλήρωμα της ένωσης με Λόγο αληθινό

με την ωραία, πλέρια πλησμονή που μας προσφέρει

η αρετή, το πάντιμο, το εξαίσιο αγαθό.

Τώρα, με χρόνους και ενιαυτούς και πλανεμένος

έπαυσα να θωρώ το ιερό πτερό

τη μυσταγωγική πνοή του Ωραίου

που αρπάχτηκε στης τύρβης τον καιρό

στις μολεμένες τις αυλές κάθε συνήθειας

δεν εννοώ το βρώμιο, το σαρκικό

αλλά τη δυσοσμία του κατεστημένου

αλλόφρονες αναζητήσεις νόθου εγώ.

Ήρθε ακόμη μια φορά η άγια η φωνή:

 

Φωνή:

Γιατί υπερβάλλεις αγαθέ τα πάθη τα δεινά

τον κλήρο των θνητών που μας καταματώνει

όταν γνωρίζουμε καλά και τρόπους θεραπείας;

Ως ασθενείς γνωρίζουμε τους λόγους τους πολλούς

που πλάθουν την ασθένεια και τα δεινά του βίου.

Θα ήταν όμως άρνηση, δειλή λιποταξία

η πλήρης η παραίτηση και η αυτοχειρία

όταν γνωρίζεις ω καλέ των παθών μας την πλάνη

και δεν πλανιέσαι άμοιρος και αποχαυνωμένος

δε χάνεις υλικά αγαθά, γυναίκα και παιδιά

για νοσταλγείς το άυλο, το θείο αγαθό

που βρίσκεται ολόφωτο στην κοσμική ψυχή

πολύ μακριά απ’ το θόρυβο κι από την ελεγεία

που οι ευγενικές ψυχές αναζητούν, ελπίζουν.

Ψάξε, θα βρεις την ομορφιά μακριά απ’ το μηδέν

στο πλήρωμα στο άπειρο, στην πρωτοπλησμονή…

Ο δρόμος είναι ανοιχτός κι ας έχει κρύφιο χάρμα

και η ελπίδα η κρατερή θα παύσει να ΄ναι ελπίδα

στης χαρμοσύνης τον καιρό, στης πληρότητας μέρη.

Χάνομαι αγαπημένε μου στης πληρότητας μέρη

στην άβυσσο της πλήρωσης και της αποδημίας

εκεί θα μένεις και εσύ αν αποδιώξεις νέφη

αναθυμιάσεις πνιγηρές  που δόλια προσαράξαν

στην άμοιρή σου την ψυχή και την τρικυμισμένη.

 

9.     Μυσταγωγικό

Ανώνυμος:

Ποια δύναμη υπέρτερη

και ποια φωνή μακάρια

μου δώρισαν τη δύναμη

αναστολής, εξόδου

και ποία μάτια αγγελικά

φώτισαν την ψυχή μου

κι ένιωσα πως οι σύντροφοι

που ψιθυρίζαν λόγια

λόγια καλά και άξενα

και αντιφατικά

ήταν οι δύο πνεύμονες

του δικού μου εγώ

ενός εγώ που επιθυμεί

λογισμό να ορθώσει

και μύχια αισθήματα

που σιγοαναπνέουν

στου κόσμου μας του πλανερού

σε λειμώνες του ψεύδους;

Ποιος σιγοτρώει την ψυχή

την άρρητη ουσία

τις ώριες βλέψεις τις αγνές

της πρωτοπαιδικότης

και ποια κάκιστη μάλιστα

παραπλανάει τη σκέψη

προκαλώντας τον όλεθρο

τη δύναμη του ψεύδους;

Κατάλαβα πως ασθενής

και εξουθενωμένος

είχα ανάγκη ίασης

ανάβλεψης και χάρης

μπροστά στο ψεύδος το βαρύ

αρχή παραλυσίας

και παρακρούσεων φρικτών

στου χρόνου τη δαγκάνη.

Είμαι αδύναμος, μικρός

και εξουθενωμένος

κι όχι ο Μέγας Άνθρωπος

που ‘τάζαν οι δυνάστες

οι δόλιοι και σκοτεινοί

οι οθνείοι παραχαράκτες

της άμωμης της φύσης μας

που άδικα πλανάται

στις παντοίες υπόσχεσες

του άρρωστου εγώ

του εγώ του υπερήφανου

που τίκτει την οδύνη

παρά μύρια παυσίπονα

μαστόρων της απάτης

και τη δειλή κατάνευση

του άρρωστου εγώ.

Αναζητούσα έναγχος

το δεινό εκηβόλο

το δυνατό, τον αφανή

μακριά απ’ τα γυμναστήρια

και τις παλαίστρες τις πολλές

τους Ναούς των σπουδαίων

που ερειπώνονται μεμιάς

στης κρίσης τους καιρούς.

Ανέστειλα την εκδρομή

στου κόσμου τα βασίλεια

στις δεινές και εόρτιες

εστίες της χαράς

με τα δεινά παράσημα

τα ευπρεπή πορτραίτα

στολές και ξίφη λαμπερά

τοιχογραφίες ύψους

χειρόγραφα των κλασικών

και μουσικές συνθέσεις

παρόλο μου το σεβασμό

προς τους δημιουργούς

που βρίσκονταν παράδοξα

δεινά εγκλωβισμένοι

σε κάστρα και σε οχυρά

των δυναστών του κόσμου

γιατί το άλλο θέαμα

εκατομβών, θυμάτων

πτωμάτων των αδύναμων

σε κάμπους, σε βουνά

και σε ακτές ερημικές

φωλιές των κοντοτιέρων

άλλα μηνούσαν, δύστυχα

που ‘θραυαν τη βιτρίνα

τα φώτα άστεων δεινών

τους προβολείς απάτης

φτωχά υποκατάστατα

του ψεύδους των καιρών

καιρών και χρόνων κι απαρχών

με μύριες κατακτήσεις

και με τον άνθρωπο ουραγό

κι ας γράφει ιστορία

κι ας κάνει με τις πόλεις του

μέγα πολιτισμό.

 

                                      *

Τι να θαυμάσω ο άμοιρος

τι να αποθαυμάσω

και ποιος στο τέλος

είμ’ εγώ ο αντιδραστικός

που απορρίπτει εύκολα

ό,τι οι πολλοί θαυμάζουν

που θέλει να εξαιρεθεί

απ’ τη σκληρή αρπάγη

μόνης αναγκαιότητας

που λένε ειμαρμένη;

 

                                      *

Είμαι και γω υπήκοος

του ξενικού βασίλειου

που αλλοτριώνει κυνικά

των ανθρώπων τη φύση

ο ουραγός ο μάταιος

που καταμαρτυρεί

ό,τι ο ίδιος του εαυτός

αρνείται ν’ αναιρέσει;

Είναι οι άθλιες στιγμές

αποδοκιμασίας

οι τέρψεις οι αληθινές

που οδηγούν αλλού

ή βίαια ξεσπάσματα

μες τις στιγμές οδύνης

που αποδημούν, που χάνονται

στη λήθη των χαρών;

Μήπως τα συναισθήματα

είναι φαντασιώσεις

που άλλους κόσμους κυνηγούν

ανύπαρκτους στη ζήση

στην έρπουσα χαμοζωή

ανθρώπινων ζωών;

 

                                      *

Ω θείε και ανάλγητε πειρασμέ της ζωής

που τάζεις τους παράδεισους και κόλαση μας δίνεις

πού βρίσκεσαι, πού χάνεσαι, γιατί μας περιπαίζεις;

Ποια όρια θε να διαβώ, πέρα απ’ τη φαντασία

και τους δεινούς τους λογισμούς που με καταματώνουν

στης Σκύλλας και στης Χάρυβδης το τρομερό παιγνίδι

για να μου τάζουν ξαφνικά την Αχερουσιάδα

μακάριους Αχέροντες που ποτέ μου δεν είδα;

Κουράστηκα να περπατώ στα φθέγματα των μύθων

για να αρπάξω βίαια το μέγα μύθημά τους

κάποιοι σοφοί μου ψέλλισαν με γνώση και ευθύνη:

 

Ψίθυρος Αιώνων:

Μην ψάχνεις μες των μύθων τα λεγόμενα

και στα παράδοξα θαυμάσιά τους…

Είναι οι μύθοι των Αρχαίων γραφικοί

κι όταν ακόμη βάνουν τους θεούς ν’ αλληλοτρώγονται

Τιτάνες, Γίγαντες και τις γενιές τους

που διατρέχουν σ’ όλους τους λαούς τη μυθική ηλικία

και μη νομίζεις πως αυτή η ηλικία ξεπεράστηκε

από τους νέους μύθους των μοντέρνων

όσων νομίζουν πως αλώνουν την αλήθεια

επικαλούμενοι επιστήμη, λογική

και όρους συναφείς ως σύμβολα και νέα ταμπού

που πλάθουν βεβαιότητες, που γελοιοποιούνται

στον άξεστο δριμύ τροχό με Ιξίονες πολλούς…

Οι μύθοι οι αληθείς και οι μεγάλοι

αινίσσονται το μύθημα, το αιώνιο στοιχείο

που ειρηνικά ελευθερώνει απ’ τις προλήψεις και τα πάθη.

Όμως, μην περιμένεις την αλήθεια

σαν όμορφο καρπό, σαν βρώση

για να χορτάσεις αγαθέ την απληστία σου…

Η αλήθεια του μυθήματος ξεπερνάει τους μύθους

και μεταστοιχειώνεται σε κάθε εποχή.

Γένεσιν εις ουσίαν την είπε ο Αθηναίος

γένεσιν απ’ τους σπαραγμούς των μύθων

των μύθων των δικών μας, κάθε ανθρώπου

που προσπαθεί το μύθημα να βρει.

Βρες το λοιπόν το μύθημα καλέ αναζητητή

κι αυτό θα δώσει νέους καιρούς και χρόνους στη ζωή σου

είναι το εφαλτήριο της συνεχούς ανόδου

χωρίς αρχή, με μια πνοή, χωρίς τελειωμό

άβατος τόπος στους πολλούς

και στους παραδομένους

στου κόσμου μας την τραγική

και δύστυχη θητεία

στο προσωπείο το σκληρό

της κοσμικής βιτρίνας.

Κάθε σταθμός περίβλεπτος

ανασασμός μεγάλος

που δε χωράει στου σύμπαντος

τη στενή αγκαλιά

διελαύνει περίσκεπτος

πέρα απ’ τις αποστάσεις

τους διαστημικούς σταθμούς

άστρων, γαλαξιών.

Ουράνιοι κάβοι απρόσιτοι

σε κάθε ανάβλεψή σου

γίνονται νέο άθλημα

κι Αλήθεια ξεπροβάλλει

με κρυπτικό χαμόγελο

νέες επισταθμίες.

Βρες την αλήθεια άρχοντα

μακριά απ’ τις προκλήσεις

που όλες αφανίζονται

στα δικά τους ερείπια

βρες την αλήθεια άρχοντα

στης ψυχής σου τα βάθη…

Είναι ο δρόμος διαρκής

αιώνιος, αγαθός

ο άχρονος ιριδισμός

του άσπιλου κραυγή·

θα ταχύνεις το βήμα σου

κι άλλους θα συναντήσεις

θ’ ακροασθείς τους λόγους τους

νέα πνοή θα πάρεις

γιατί το ύστατο εγώ

ξέρει ν’ αναγνωρίζει

τις φίλιές του τις φωνές

-είναι το άλλο εγώ του.

Το ξέρεις πια καλά εσύ

θα το αναγνωρίσεις

το επουράνιο μυστικό

που αναμένει πάντα

τη θεία τη συνάντηση

ανθρώπων και θεών

σε νέους άλλους ουρανούς

μακριά από τις βλέψεις

κοντόθωρων ατομιστών

που σκέπτονται το εγώ τους

κείνο το ξέχωρο εγώ

που πλάθει εγωισμό

εγωισμό που απαιτεί

αιώνιες απολαύσεις

ως θεία, ναι, ανταμοιβή

του ‘’ενάρετου’’ βίου.

 

                                      *

 

Ανώνυμος:

Σκίρτησα, ανασκίρτησα απ’ τα σοφά τα λόγια

και σκέφτηκα ο αιχμάλωτος στου βίου τα δεινά

το άλλο, το ιερό εγώ που δίνει νέες βλέψεις.

Βλέψεις καλές κι μυστικές πέρα απ’ τις αισθήσεις

μακριά απ’ τα συναισθήματα, τον κρατερό το λόγο

τον κόσμο τον αληθινό που κείτεται μπροστά μας

και τους ανθρώπους με δεινά που θεωρούνται άλλοι

αντιμαχόμενοι σκληρά μες την Αναγκαιότη…

Ποιος κόσμος όμως είν’ αυτός ο μυριοποθημένος

που αρνείται ευγενότροπα την κοσμική την τάξη

στου χρόνου το βαρύ ζυγό με τα μύρια δεινά

ό,τι γεμίζει τις ψυχές με πόνο και οδύνη;

Υπάρχει ο κόσμος ο καλός μακριά απ’ αυτόν τον κόσμο;

 

10.                       Αναβαθμοί:

Ανώνυμος:

Πέρασα ‘’κάπου’’, μακριά, πέρα από αποστάσεις

θέλω να πω και πιο κοντά από τις παραστάσεις

απόκοντα και ξέμακρα από τα γεγονότα

απ’ τις χαρές, τις οιμωγές, τους πόνους και τα πάθη.

Υπάρχει τάχα μια πνοή, μία αρχή του κόσμου

που προηγείται των παθών της έγκοσμης θητείας

το άλλο το απρόσιτο και πάντα προσιτό

το άρρητο, το έγγιστο, το είναι του υπάρχειν

που ορίζει αμετάθετα το μυστικό εγώ

το μάτι εκείνο το λαμπρό χωρίς τα αισθητήρια

μα η αρχή και η πνοή κάθε αισθητού μεγέθους;

Είναι η αρχή και η πνοή ανθρώπων παρουσίας;

Έκπτωτος πάλι, έναγχος στο πέλαγος του κόσμου

ένιωθα τους απόηχους των λόγων του συντρόφου

του δεύτερου συντρόφου μου, του πιο ρεαλιστή

που αποδομούσε έντονα κάθε ευγενή μου βλέψη

δείχνοντας, παραπέμποντας σ’ αλώνια του θανάτου

στο πάθος και στον οδυρμό ανθρώπων της θανής.

Ποιος ήταν ο αόρατος μα τόσο κοσμικός

αφού καταδυνάστευε τις βλέψεις της ψυχής μου;

Σοφίας λόγους άκουσε, χάιδεψαν την ψυχή μου

κι όμως οι βλέψεις οι καλές κλονίζονταν ευθύς

στη δίνη και στον κοπετό άθλιων συμβαινόντων…

Ήρθαν και πάλι οι δεινές και σκληρές αναμνήσεις

τα τραγικά βιώματα των τρομερών στιγμών

ο απέραντος συγκλονισμός γνωστών κι άγνωστων όντων

και κατανόησα βαθιά τη νέα την αλήθεια.

Γιατί πονώ και συμπονώ όσους πονούν και πάσχουν

όσους ελπίζουν στις καλές και όμορφες στιγμές

αν ήμουν ο αλλοτινός, ο ξένος, ο αυθέντης;

Ω σύντροφε πικρέ οδηγέ, ω κακέ εαυτέ μου

κομμάτι, ναι, πραγματικό του ίδιου μου εγώ

είσαι η τελική φωνή που καταβαρθρώνει

ό,τι καλό και εύψυχο πλάθουν τα όνειρά μου;

Ένα διδάσκεις αγαθέ κι ας είσαι απελπισμένος

ένα σκληρό, εγωιστικό, ζοφερό προσωπείο

που είμ’ εγώ ο άνθρωπος, ο άνθρωπος της τύρβης

που φθάνει ως τα όρια, οικτρής απανθρωπίας

όταν του πάθους οι ιαχές, οι συγκλονιστικές

τον οδηγούν ευθύβολα στους παραλογισμούς

δείχνοντας το απάνθρωπο, αλγεινό προσωπείο

της ανθρώπινης φύσης μας σε στιγμές παρανοίας

απανθρωπίας άφθαστης που κάνει τα θηρία

ήρεμα και ειρηνικά, άκακα εκμαγεία

της μόνης, της πραγματικής σκληρότητας που γνέφει

ως καταστροφική πνοή, ως σκότος διανοίας

ως πολυποίκιλτη ατραπός, της αβύσσου σειρήνα

γκρεμίζοντας τα ιερά, τις παρακαταθήκες

και ανεμίζουσες σκιές που αποκαλούν ιδέες.

Αυτά μου δίδαξες καλέ απόκρυφε εαυτέ μου

στις μέρες της νωχέλειας, της πλήξης, της ανοίας

μου πρότεινες πολλές φορές να φύγω απ’ τον κόσμο

τον κόσμο αυτό το βλοσυρό στον οποίο μετέχω

στη μέγγενη την πάνσκληρη που λέμε Αναγκαιότη

χωρίς ελπίδας νεύματα στου θράσους τις ακρώρειες.

Όσο βαριά η άβυσσος, το άγχος το βαρύ

των κοσμικών μας των στιγμών στις παρυφές του βίου

τόσο το πλέγμα το πικρό και η σκληρή αγχόνη

πολιορκούνε άπαυστα τις δυνατές οπλές

που απομένουν άναυδες στης ψυχής τ’ ασπρομέρι

ώσπου ο άλλος σύντροφος, ο ευγενής ο θείος

που κρύβεται περίσκεπτος κάτω απ’ τα ερείπια

από τα ψεύδη των καιρών, τις σκληρές τραγωδίες

μιλάει χωρίς να φθέγγεται ως θεία σιωπή

για να μου δείχνει έξοχα την αντιπέραν όχθη

όχι σε ήχους, χρώματα, γλυκές φωνές του κόσμου

χωρίς γνωστές, ναι, φορεσιές των αυθεντών της γης μας

χωρίς φορέματα στιλπνά, στολίδια, δαχτυλίδια

κάποιων ωραίων γυναικών που γνέφουν με μαγεία

που ξεγυμνώνει άστοργα την ελαφρότητά μας

προδίδοντας αναίσχυντα την ιερή θωπεία

του θεϊκού του έρωτα που ραίνει όλη την πλάση

με νέκταρ επουράνιο, τα βάθη της ψυχής.

Η ιερή γυμνότητα, χαμόγελο της Ήβης

η καθαρότητα καλέ παρθενικής υφής

είναι το κάλλος το ιερό της άπεφθής μας φύσης.

 

                                      *

Το βλέμμα ανασήκωσα κατά τους ουρανούς

και η αχάνεια η σεπτή, του άπειρου σημάδι

τα ‘στρεψε μέσα μου ευθύς στη μόνη απειρία

στα βάθη του ιερού εγώ, έξω απ’ το χωροχρόνο.

Ξέφυγα απ’ τα δόκανα της ανθρωποφαγίας

από το ψεύδος το πικρό, απ’ την αναλγησία

απ’ την αρνητική πνοή που ‘γνεφε κυνικά

πως μόνη μου απόδραση είν’ η αυτοχειρία.

Το βάρος το απίστευτο το πολιορκητικό

πολύ πιο απειλητικό απ’ τους γνωστούς κριούς

ξέφυγε, διαστάλθηκε, χάθηκε μες το ψεύδος

ή κρύφτηκε σε μια γωνιά ως τρομερό σαράκι

για να φανεί, αναφανεί στης κρίσης τον καιρό;

Ήταν, αλήθεια, ισχυρή η ιερή πληροφορία

του πρώτου του συντρόφου μου, του πρώτου εαυτού μου

ή πλανερή απόδραση στη φαντασμαγορία

σε νεφελώδεις ουρανούς με τα πλαστά αστέρια

που τα ονομάζουμε συχνά ελπίδας αποκούμπι;

Έτρεχα έναγχος πολύ με μάτια δακρυσμένα

με κρύο ιδρώτα που ΄τρεχε –αιμάτινο στεφάνι

μα μέσα μου, στα βάθη μου, η άσπιλη ελπίδα

ανάβλυζε αθόρυβα λαφρύνοντας τον πόνο

σκουπίζοντας ευγενικά του ίδρωτα τις στάλες

τον κάματο, αόρατους Κύκλωπες, Λαιστρυγόνες

κάνοντας την ελπίδα μου πλήρωμα αναμονής…

 

                                      *

Θυμήθηκα ευγενικούς σκοπούς 

πρώτης νεότητάς μου

ηχούσαν μέσα μου σεπτά

 ως θάλλουσες χορδές

μιας υπερκόσμιας μουσικής

πέρα κι απ’ τις αισθήσεις.

Ήταν μια θεία μουσική

χωρίς τις υποκρούσεις

χωρίς εκστασιακή ορμή

απλά εκστατική.

Έρχονταν και ξανάρχονταν

αυτές οι μελωδίες

οι μελωδίες οι άφωνες

οι τρισμακαρισμένες

και πίστευα πως ήτανε

μηνύματα υπερπέραν.

Ήταν η πρώτη μου φωνή

η πολυφωνική

παράξενο το άκουσμα

χωρίς ηχολαλιά.

Αναζητούσα την πηγή

στης ερημιάς τα χρόνια

τα χρόνια μου τα κάλπικα

της νόθας ωριμότης

και κάτι μου ‘λεγε ευθύς

πως εκεί θα θωρούσα

τη στέγη την αόρατη

την ακλινοσκεπή

τον ουρανό τον πάνσεπτο

στα βάθη της ψυχής μου

γιατί ο γέρος ουρανός

με τους αστερισμούς του

τους γαλαξίες τους πολλούς

με απειρία άστρων

καύχημα αστροφυσικών

αστρονόμων το κλέος

είναι κάποιο φαινόμενο

που παραπέμπει αλλού

σε ένα άλλο ουρανό

ναι, τον πραγματικό.

Δεν ήμουν ο δημιουργός

αυτής της πανδαισίας

ούτε και ο ακροατής

παθητικό πτηνό

στον υπερκόσμιο ουρανό

με τους σελαγισμούς

που μήνυαν κάτι ακριβό

μέρος της ύπαρξής μου.

 

                                                *

Ακούω ακόμη ενεός χωρίς καν να γνωρίζω

αν ήμουνα, πώς ήμουνα, αθάνατη πνοή.

Πρώτη ποιητική πνοή χόρευε στους αιθέρες:

 

Φωνή:

Οι ποιητές μας οι καλοί οι τρισμακαρισμένοι

αγάπησαν και ύμνησαν το εξαίσιο κάλλος

κι ας πιάνονταν περίτεχνα από τις παραστάσεις

της παραλλάσσουσες μορφές χρωμάτων και σχημάτων

ήχων και αποχρώσεων των κοσμικών στοιχείων

τη γλώσσα και τους φθόγγους της και τους συμβολισμούς.

Ποιητική επίνοια δεν είν’ οι παραστάσεις

οι απομιμήσεις οι λαμπρές και οι συναρμονίες

που μεγαλύνουν το ρυθμό, τη μουσικότητά του.

Όλα αυτά συνέρχονται, ώρια περιχωρούνται

κι ενώνουνε υπέρτερα τη φύση με το πνεύμα

τους μύχιους ψιθυρισμούς παλιών ωραίων μύθων

έργων αμάραντων, σεμνών της λαϊκής ψυχής

που ξέφυγε ευγενικά από δόλιες αρπάγες

των πλάνων μας ενιαυτών και των τρελών παιδιών τους

των άγριων τέκνων της οργής και της καταστροφής.

Βρίσκεται η επίνοια στα βάθη της ψυχής

στα βάθη τα αληθινά κι όχι στα μετρημένα

με πρόσκαιρα βαθύμετρα και με συμβατικά.

Δεν είν’ ο λόγος της παιδί των υπολογισμών

που θα ‘τερπε ευχάριστα συναίσθημα και λόγο

με την πνοή αισθήσεων, έστω ευγενισμένων.

Οι αυλητρίδες της Αυλής, οι ποιητές οι φαύνοι

αγνόησαν και αγνοούν της Καλυψώς τη χάρη

της Μούσας την ευθύβολη κα ιερή ματιά.

Ποίηση είναι η πνοή ιερής αθανασίας

περιλουσμένης με το φως αγήραστης αλκής

ιερή ανασύνταξη με υπαινιγμούς μακάριους

δοσμένους μας σιβυλλικά με των μύθων τα λόγια.

Μήτρα μας είναι η σιωπή, το θάμβος, η μαγεία

τέκνα της πλουμισμένα φως κάθε αγνή ψυχή

κάθε ψυχή που δέρνεται στου κόσμου την απάτη

κι αναζητάει έξοδο στις χώρες του φωτός.

Είναι βαριά η απαίτηση ποιητικής παιδείας

η έξοδος απ’ τα πικρά και χθαμαλά της γης

η πλέρια ενατένιση της καρδιάς της αλήθειας.

Αν όμως πάμε πιο βαθιά, αν επισκοπηθούμε

θα δούμε φως περίλαμπρο στα βάθη της ψυχής

θα ανακράξουμε ιερά στου πνεύματος τα βάθη

πως είμαστε συνταυτουργοί ποιητικής αλκής.

Όσο κι αν θυσιάζεται της ποίησης ο λόγος

σε τέρψεις επιχώριες, γωνιές της παρακμής

ο λόγος της ο κρατερός ολοβλαστάνει αλκαίος

στην ιερή και άμωμη μείξη ουρανού και γης.

 

Ανώνυμος:

Ήταν ο ιερός χορός υπέρκοσμη μαγεία

συδαύλισε λυτρωτικά την τέφρα της ζωής

ολοσπινθίρισε γοργά τις μαραμένες όψεις

της αναθρώσκουσας γοργά και δικής μου πνοής.

Άκουσα όμως δεύτερο λόγο λυτρωτικό

ερχόταν απ’ τη θάλλουσα πνοή πολλών αιώνων

αιώνων μας που ξεπερνούν ηλικίας τερτίπια

και που σιγοχάνονται στου άχρονου τα βάθη.

Ήταν ο λόγος ο βαθύς συμπαντικής θρησκείας

λόγος πλασμένος απ’ το φως –ρωγμή της ιστορίας

λόγος και αρραβών σεπτός ανθρώπινης θητείας.

Δε στάθηκε δογματικά σε μια μόνη λατρεία

διεμβολίζει μυστικά κάθε πληροφορία

της γνήσιας ευσέβειας συμβολική σφραγίδα

όσων ψυχανεμίζονται τη λογική θυσία

το λόφο τον υπέρτατο χωρίς το λογισμό

το νέο ορθολογισμό παλαιών εργολάβων.

Ήταν ο λόγος ο βαθύς, η λογική θυσία

θυσία των τερπνών της γης που κτίζουν την απάτη

και τα δεινά τα τραγικά της δόλιας μας ζωής.

Άκουσα πάλι τη φωνή, τον άφθογγο ρυθμό

 

Φωνή:

Του κόσμου ο απόηχος φλογίζει τις αισθήσεις

και αναλώνει άδοξα του λόγου την οπλή

καθώς πολλοί ακροατές των κοσμικών θορύβων

αναφωνούν παράδοξες και φρικτές βλασφημίες

ξορκίζοντας, υβρίζοντας ναούς, θυσιαστήρια

ύμνους και προσευχές σεπτές, θυμιάματα δόξας

την πάνσεπτη αγνή ψυχή πολλών απλών ψυχών.

Γνωρίζω πως ο κόσμος μας με έχει ταριχεύσει

ως σύμβολο απόμακρο κάποιας παλαιάς κοπής

που τράφηκε απ’ την φοβική των λαών υστερία

που παρακμάζει αργά αργά στις μέρες του φωτός

που διώχνει πάντα σταθερά σύμβολα της απάτης

και της πνιχτής παράδοσης σε δεισιδαιμονίες

με παραλογισμούς γνωστούς που μίσος εκτοξεύουν

και ανταγωνισμούς σκληρούς ενάντιων πανθέων.

Μακάβριες, κάποτε αληθείς είν’ οι διαπιστώσεις

μα πιο συχνά επιπόλαιες και μεροληπτικές

αν τις συγκρίνουμε έμφρονα με τις νέες ιδέες

και τα υποκατάστατα όλων των εποχών.

Υπάρχει κάτι πιο βαθύ που δίνει την αλήθεια

η άρρητη προσέγγιση της πρωτινής αρχής

της μόνης, αδιάστατης, της οικουμενικής.

Στα βάθη, ναι, στα τρίσβαθα κάθε αγνής θρησκείας

ελλοχεύει η άγρυπνη, η άχρονη αρχή

και ο αγώνας ο ιερός πάντιμης έκφρασής της.

Ψάξε αγαθέ στα τρίσβαθα της ίδιας ύπαρξής σου

όποια θρησκεία κι αν τηρείς, κι ας είσ’ αρνητικός.

Θα ‘βρεις εκεί αγήραστη, άμωμη παρουσία

του μύχιού σου του εγώ, ναι, τη μοναδική.

Η άσπιλη, η άχρονη η αρχή των πραγμάτων

το νόημά της το λαμπρό που τον κόσμο τηρεί

είναι η μόνη αληθής πρωτοπληροφορία

που συντηρεί αμίαντα το αιώνιο εγώ,

το εγώ του κόσμου, της ζωής, ένα μοναδικό

που ‘ναι δικός σου θησαυρός με θείο πλοηγό.

Τι κι αν τα σκότη της ζωής, οι πλάνες των ανθρώπων

ο άγριος ξολοθρεμός τεράτων και δαιμόνων

σπέρνουν παντού τον όλεθρο και τη διχοστασία

στις λάμπουσες, μαρμαίρουσες αυλές αυτού του κόσμου

σ’ αυλές που ‘ναι ταυτόχρονα πύλες πολιτισμού;

Οι αντιφάσεις οι πολλές θρησκευτικών αρχόντων

του πλήθους οι αλαλαγμοί θρησκευτικών πολέμων

φανατισμοί ακράτητοι που γαλβανίζουν μίση

είναι σκληρά φαντάσματα δεινής παραθρησκείας

δε βρίσκονται στο είναι μου, είναι παραφυάδες

των άκριτων των οπαδών που αγνοούν οδό

το άφθιτο βασίλειο των πάντων επιφάνειας

ό,τι τα τολμηρά παιδιά που ‘γγιξαν την αλήθεια

μας πρόσφεραν μ’ απίστευτη αγάπη και στοργή.

Είμαι η μήτρα η καθαρή της άναρχης αλήθειας

με κλάδους, ναι, πολύμορφους, με αγλαούς καρπούς

που δρέπουν όλοι οι θνητοί, κι αυτοί που με αρνούνται.

Αγνότης, καθαρότητα, ειλικρίνεια, αλληλεγγύη

αδελφοσύνη άμετρη, ευγένεια ψυχής

γνώση αγνή και άσπιλη των πάντων η αλήθεια

τη Μόνη της αλήθεια τους

πέρα από τα σκότη

και θ’ ανακράξουν

ευτυχή κάποια σοφίας λόγια

το κάλλος το ακήρατο

τη συνοχή του κόσμου

θα ψιθυρίσουνε σεπτά

λόγια των διδασκάλων

λόγια αληθή, σεμνύνοντα

την κοσμική ψυχή.

Σα μεγαλύνεται η ψυχή, σα ζει το πλήρωμά της

σαν η ελπίδα η σεμνή ανθεί σε παρουσία

σε μαρτυρία του άχρονου στου χρόνου τις παγίδες

όλα μεταμορφώνονται στην αγκάλη του κάλλους

στο είναι της αγνότητας –πηγής της κάθε γνώσης.

Δεν είναι αλήθεια οι αλήθειες των ανθρώπων

των πλανωμένων μες τη δίνη των κατακλυσμών

όσων επικαλούνται ελευθερία

θύοντας στο βωμό της Ειμαρμένης

στου πάθους του αλλόκοτου τις άθλιες τριόδους.

 

                                         *

Αν δεις ακόμη πιο βαθιά και αν επισκοπήσεις

το είναι του εγωισμού, της αδικίας τα βάθη

το μέγα το βαθύ οδυρμό μαζί με τη σκληρότη

των δίκαιων τους διωγμούς, αθώων εκτελέσεις

και τις θυσίες των θεών ως κορυφαίες πράξεις

θα εννοήσεις πιο καλά το είναι της θρησκείας.

Το άσπιλο αναλώνεται σε σπιλωμένους τόπους

το αμέριστο μερίζεται ως τροφή του μεριστού

και της Θυσίας η πνοή τρέφει την οικουμένη.

Το λεν οι μύθοι οι βαθιοί, το λεν οι αφηγήσεις

ότι οι πόνοι των θεών, των παιδιών των ανθρώπων

συγχέουν απερίτμητα ανθρώπινο και θείο.

Έτσι συνέχεται η ζωή κι ας μοιάζει παρωδία

έτσι τηρείται το φθαρτό κι ας είναι μολεμένο

του άκτιστου η δύναμη συνέχει το φθαρτό

κι όταν το ψεύδος το σκληρό σε ερημίας τόπους

ξενίζεται στις άσπιλες αυλές της Αληθείας

έρχεται ο νόστος ο βαθύς τροφή της νοσταλγίας

και γίνεται ανάχαρση, πληρώματος πνοή.

Νιώθεις τότε πολύ καλά αγαπημένε φίλε

το κάλλος το ουράνιο, την άσπιλη αγκάλη

τη θεία αιωνιότητα στον κόσμο της απάτης

και βεβαιώνεσαι σεπτά χωρίς αμφιβολία

πως η θεότητα η απλή στηρίζεται σε σένα

γίνεσαι η επιφάνεια, το άχρονο δοχείο

της θείας λάμψης της ζωής, θεοειδής, απλός.

Θα ‘ρθουν και πάλι οι πειρασμοί, μηδενισμού δαγκάνες

να αρνηθούν τις απαρχές, να πνιγούν μες το πάθος

θα ‘ρθει η εγκατάλειψη, αποκαραδοκία

ο βίαιος ο τρανταγμός των θείων απαρχών.

Επισταθμίες είν’ αυτές της έγχρονης βιωτής σου

και τρικυμίες άφευκτες που θε να δοκιμάζουν

ό,τι κρυφό και μυστικό κομίζει η παρουσία

η παρουσία σου στη γη με μύριες υποσχέσεις

με τα ψευδή κοσμήματα, ψιμύθια του εγώ

πάροδα νεφελώματα με ψευδή γοητεία

που γιγαντώνουν τις ψυχές –θέλγουσες μαρτυρίες.

ως προκλήσεις παράλογες, αιρετική θητεία

στο μέγιστο και κρατερό αγώνα Αληθείας.

 

Ανώνυμος:

Ήταν γλυκός ο λόγος της, λευκή η παρουσία

χάθηκε σε νεφέλωμα λαμπρής επιστασίας

και κάτι μου ψιθύρισε πως έγειρε εντός μου

σ’ ανόριους κόσμους, φαεινούς, στο είναι του εγώ μου

στο εγώ το μη ορίσιμο με τα σταθμά της γνώσης

στο απόλυτο, στο μη-εγώ που πλαστουργεί τη γνώση

που ορθώνει το ήθος το απλό, αγιότητα το λένε.

Μείξη λοιπόν του άγιου με το αμαρτωλό

είναι ο οίστρος ο βαθύς πραγματικής θρησκείας

που ενώνει τα νοήματα των μύθων των μεγάλων

τις άρπες τις καλλύνουσες ευαγών ποιητών

τις εμπνοές τις μύχιες της κοσμικής ψυχής

που μαρτυρούνται ταπεινά σ’ ανθρώπινες πνοές;

 

Νέα Φωνή:

Αν εξετάσεις αγαθέ της τέχνης την πορεία

κι αν τείνεις ους ευήκοο στο πνεύμα των ναών

ναι, των καθεδρικών ναών και των βασιλικών,

ακροαζόμενος ορθά πανώριες μουσικές

εύγλωττα αραβουργήματα και άσπιλες εικόνες

τα κρατερά αγάλματα, όμορφες παραστάσεις

θα νιώσεις μέσα σου βαθιά το επουράνιο πνεύμα

ως σκήνωμα υπέρτατο, θείο θυσιαστήριο

που ο άνθρωπος-αναζητητής προσφέρει στο ιερό.

Καλλύνονται οι πολιτισμοί, η βαρβαρότητά τους

από τη λάμψη τη σεμνή της ιερής της τέχνης.

Στεγάζουν και στεγάζονται στον άρρητο το χώρο

χώρο που τίκτει μουσική, ποίηση, ώρια τέχνη.

Κι όσοι αρνούνται τη σεπτή θρησκευτική αλήθεια

αναγνωρίζουν έντιμα υπέρτατη λαμπρότη

που αναφωτίζει τις σκληρές του βίου τραγωδίες.

Υπάρχει θεία αρμογή στην ίδια τη ζωή μας

υπάρχει τραγικότητα, το πάθος, η εμπάθεια

κι όμως τι θα γινόμασταν χωρίς την παρρησία

το άσπιλο το νόημα θρησκευτικής πνοής;

 

Ανώνυμος:

Ενεός ακροαζόμουνα την Κόρη, τη Μητέρα

κόρη της θεϊκής πνοής που συνέχει τον κόσμο

μητέρα, ναι, πανάμωμη της θείας ομορφιάς

που ολοπλουμίζει με ανθούς την Αιώνια Κόρη

την Άσπιλη Ωραιότητα, το Ακήρατο Κάλλος.

Τα σύμβολα τα ιερά, θρησκευτικά τα λέμε

διάσπαρτα μες των λαών παντοίες τρικυμίες

στέκουμε πάντα σιωπηλά, γνέφουν αιωνιότη

κι ας τα προδίδουνε συχνά οι ιεροί ταγοί

ο άγριος φανατισμός όλων των ζηλωτών.

Μιλούν με εύγλωττη σιωπή, μυούν στο θείο είναι

ανάγουν τα φαινόμενα στην άφθαρτη αρχή

κάνουν το χώμα και τη γη, τον ουρανό με τ’ άστρα

σύμβολα με συμβολισμούς που μας διαπορθμεύουν

το άκτιστο, το άφθαρτο στον κόσμο της φθοράς.

Είναι ο μυστικός ναός, ο Ναός του Ανθρώπου

και ο συμπαντικός ναός, θραύσμα απειρικό

όπου και κάθε έκφραση ως θεία μουσικότης

αγλάισμα ανέγγιχτο στον κοσμικό δρυμό.

 

                                      *

Όπως ο βαθύς κλονισμός που οιακίζει βάθη

κι αρπάζει βίαια, σκληρά εύοσμες εμβιώσεις

κι όπως ο στρόβιλος νυχτιάς σ’ ωκεανού τα πλάτη

ποντίζει ανελέητα πλεούμενα ακμής

βυθίζοντάς τα άσπλαχνα με ναύτες, με λοστρόμους

καπεταναίους τολμηρούς κι όλους τους επιβάτες

έτσι αφανίζονται ψυχές στο διάβα τους στη γη

ψυχές που αρπάζονται άσπλαχνα από πάθους πλοκάμια…

Τα ωραία λόγια π’ άκουσα ως αύρες μυστικές

θέρμαναν, αναθέρμαναν κρυμμένη αθωότη

κι ένιωσα ιερές στιγμές να κατακυριεύουν

τα δώματα τα άσπιλα του ιερού εγώ.

Υποδόριες όμως στιγμές έγκοσμης εμπειρίας

προμήνυαν συντέλεια και συντριβής αρχή…

Μια εξαίσια όμως άγρυπνη, ευγενής παρουσία

μ’ άρπαξε απ’ τα τάρταρα που καταβυθιζόμουν

εμένα τον ακροατή αλλοτινών συμβόλων

το μύστη, το μυούμενο στην έλλαμψη του νου

τον ασθενή, τον πάμπτωχο, τον περιπλανημένο.

Ίριδα την ονόμαζαν του Θαύματα ήταν κόρη.

 

Ίρις:

Είσαι ο φίλος ο καλός

ο συνακροατής

όλων των φίλων μας καλέ

της άγρυπνης Σοφίας

γι’ αυτό είσαι ανήσυχος

και περιπλές σε κόσμους

μ’ άξενη αγριότητα

που αποδεκατίζει

ό,τι ιερό και όμορφο

υπάρχει στις ψυχές.

Μη σε ταράζει ο πάταγος

και ο ορυμαγδός

το χάος που μας κυβερνά

κι ας φαίνεται ευταξία

όπου θεοί και άνθρωποι

αμέριμνοι σκεδάζουν

τις μέριμνες του βίου τους

μύρια προβλήματά τους.

Ο βίος ο αναυθεντικός

είν’ το υπνωτικό

είναι ο μέγας πειρασμός

που οδηγεί στη Λήθη

στη λήθη των καταγωγών

της πρωτινής εστίας

και της αχειροποίητης

μα πάντα παροικούσας

σ’ άλλες αυλές ειρηνικές

που αγνοούν θνητοί.

Ο οίστρος όμως ο κλεινός

φιλοσοφίας κέρας

μας ολοδείχνει άγρυπνα

την άλλη παρουσία

τον άπειρο τον ίμερο

που υπόσχεται με δέος

το αιώνιο οδοιπορικό

χωρίς αρχή και τέλος

το αιωνίως παροικείν

στη μυστική ομορφιά.

Αν ήμασταν οι τέλειοι

η Ίρις θα σιωπούσε

ο Θαύμας ο αινιγματικός

θε να αποσυρόταν

ζώντας κι αυτός σαν τους πολλούς

τους μίζερους δεσμώτες…

Γνωρίζω τις ενστάσεις σου

κατανοώ τους λόγους

φιλόσοφοι είναι πολλοί

μα λίγοι οι μεγάλοι

και όσο λιγοστεύουνε

τόσο αυθαιρετούν

πιστεύοντας οι πάμπτωχοι

πως βρήκαν τη Σοφία

πως παύσαν να φιλοσοφούν

σ’ αιώνια κατοικία

στον Όλυμπό τους το λαμπρό

φωτοστεφανωμένο

με της Σοφίας λαμπερά

σμαράγδια και πετράδια…

                                      *

Ξεκίνησα αρνητικά για να φιλοσοφήσω

εγώ η άγνωστη παντού η απόκρυφη του μύθου

γιατί ανατρέπω της ζωής και της συνήθειας κόσμους

αμφισβητώντας γενικές, άκομψες δοξασίες

άνοστα βρώματα βροτών που μας αποκοιμίζουν

στο θόρυβο της αγοράς, στον αχό της ζωής.

Πώς θα μπορούσαμε καλέ αλήθεια να ζητάμε

αν αναυθεντικότητες του ψεύδους μάς αρκούσαν;

Ο δρόμος που αμφισβητεί τις πλάνες των αιώνων

δεν απορρίπτει άκριτα τις βαθιές ενοράσεις

που βρίσκονται διάσπαρτα, προφιλοσοφικά

στο δύσβατο και έναγχο αγώνα ευγενών

των ευγενών μας ποιητών, άγνωστων μυθογράφων

ένθεων αλληγοριστών, δεινών αριθμολόγων

θεοσόφων και αλχημιστών και άλλων συνανθρώπων.

Ήταν σπουδαία βήματα, όλα ξεπεραστήκαν

στου Αθηναίου τη σχολή, στων Αθηνών το κλέος

μα παραμένουν πάντοτε έξοχες μαρτυρίες

του πάθους του υπέρλαμπρου στης γνώσης τον αγώνα.

Όμως ο μέγας ο αγών έχεται απ’ το πάθος

της θείας της ανάβλεψης, της πρώτης της ματιάς

που ‘ναι κοινό μας γνώρισμα και παραγνωρισμένο.

Αν οι φιλόσοφοι αγαθέ νομίζουν πως τελειώνουν

με ψευδαισθήσεις των θνητών χαράζοντας το δρόμο

αυταπατώνται τραγικά, να το πανάρχαιο θράσος.

Και όμως στο λειμώνα τους, στα λόγια τα πολλά

υπάρχουν κάποιοι θησαυροί που προάγουν τη σκέψη

και το ιλαρό συναίσθημα παγκόσμιας ψυχής.

Ακόμη πιο προσεκτικά ετάζοντας τον κόσμο

και την ανθρώπινη πνοή που κοινωνεί μαζί του

βρισκόμαστε υπόχρεοι μεγάλων αληθειών.

Της γλώσσας που κληρονομούν όλοι οι επιγόνοι

των ηθών, των εθίμων μας, της τέχνης και των μύθων

των τεχνικών των πρώιμων, των μαθηματικών

και άλλων τόσων προσφορών που τρέφουν την αγρύπνια

την έξοχη τη μέριμνα τη φιλοσοφική.

Αν εξετάζαμε καλά το Μέγα το Συμβαίνον

στο κοσμικό του γίγνεσθαι, ανθρωποκοσμικό

θα φθάναμε σε μια αρχή που βαθιά μας ενώνει

κι αυτό ζητάει περίσκεπτα του φιλοσόφου ο νους.

Δεν είμαστε μόρια απλά, αυτόνομες μονάδες

στου άμετρου του κόσμου μας την ψυχρή αγκαλιά

δονούμαστε αρχέγονα από το συνυπάρχειν

κι αγκαλιαζόμαστε ευθύς ως κοινωνοί αλήθειας

διάσπαρτης, σπαράσσουσας παρούσας και απούσας

στο κρύπτεσθαι της φύσης μας, στα συναισθήματά μας

στον ισχυρό μας λογισμό, στην έγχρονη θητεία.

Καλλύνεται ο άνθρωπος με αρχέγονο κάλλος

καθώς αναγνωρίζεται στο είναι του υπάρχειν

σαν αφυπνίζεται εύψυχα ο έμφρων λογισμός

ανοίγονται υπέρλαμπροι κρουνοί δημιουργίας

αναγνωρίζουμε ευθύς το είναι του ανθρώπου

θωρούμε το συνάνθρωπο προέκταση του εγώ μας

ό,τι η δόξα αγνοεί, η απλή δοξασία

ό,τι οδηγεί στην έκπτωση με τραγικές συνέπειες.

Άρχοντά μου πολύπαθε και πολυαγαπημένε

είναι βαρύς ο κλήρος μας στην κοσμική ερημιά

το ανθρώπινο, το έγκοσμο, είναι στιγματισμένο

απ’ της Ανάγκης τα δεσμά, τις σκληρές χειροπέδες

που μόνο του επέλεξε ως μέγα θησαυρό

ψεύτικης καλοπέρασης, κατακυριαρχίας

απανθρωπίας θέρετρο έγινε η ζωή μας

και όντας ανελεύθεροι κράζουμε ελευθερία

χαλκεύοντας νέα δεσμά –τεκμήρια δουλείας.

Άρση των ψευδαισθήσεων και των αυταπατών

άρνηση της υποταγής σε προαιώνιες πλάνες

ανοίγει αδιάλειπτα δρόμους ελευθερίας

κι αποκαλύπτει αέναα τον ευδαίμονα βίο

την άρρητη, την άχρονη, αμίαντη κοινωνία

με την απόλυτη, άτρεμη καρδιά της αληθείας.

 

 

Ανώνυμος:

Μύηση ήταν η αρχή, της Ίριδας τα λόγια.

Κι όμως γιατί αποτολμώ να εκφράσω με λέξεις

ό,τι δεν άκουσα ποτέ με σύμβολα του λόγου

έστω και αν συμβολισμοί πλουμίζουν τη ζωή μας

σαν τα γοργόφτερα πουλιά που μήνυμα κομίζουν;

Προς τι η γραφή, η ανάγνωση, η επικοινωνία

όταν στα όρια της ζωής υπάρχει κοινωνία

κοινωνία ανέκφραστη που θραύει και τους λόγους

των ένδοξων των ποιητών, φθέγματα φιλοσόφων

και όλες τις γνωστές φωνές νέας αδολεσχίας

που αιωνίζει μέριμνες και την πλήξη του βίου;

Δεν υπήρξα φιλόσοφος κι ας έγραψα βιβλία

ούτε κανένας ποιητής με κότινους λαμπρούς

ούτε αποκούμπι της στιγμής θώρησα τη θρησκεία

μακριά, ω, ναι, πολύ μακριά ήμουν απ’ τους θεσμούς

παρά την πλέρια υπακοή προς κάθε νομιμότη

ως άνθρωπος υπάκουος –πολίτης πολιτείας.

Κλονίζομαι απ’ τον αχό βημάτων της ζωής μας

που καταλήγουν γρήγορα σε βίαιες συγκρούσεις

όπου ο θρόνος ο καλός και χιλιοϋμνημένος

δίνει τα σκήπτρα τα χρυσά στους άρχοντες του ψεύδους

-παλαίστρα ψευδολογιών έγινε η ζωή μας

μα λίγοι κάπως πιο σοφοί μας λεν με πλέρια γνώση

πως τίποτε το άγνωστο στις ακτίνες του ήλιου.

 

11.                       Ιντερμέδιο.

Θεωρός:

Αχτίδες του ήλιου ξέφωτες χιλιοϊριδισμένες

παρθένες μας αιώνιες που σκορπάτε τη χάρη

που δίνετε ζωή, πνοή στου κόσμου τη φθορά

τηρείτε αδιάπτωτα το μέγα σας το έργο

κι ανέχεσθε καρτερικά του κόσμου την κραιπάλη

το δόλιο ξεφάντωμα, αλληλοσκοτωμό

των τέκνων τις μοιραίας γης με τόσες αντιφάσεις.

Την ξέρω ηλιαχτίδες μου τη μεγαλοψυχία

τη γνήσια αγνότητα που αγνοεί τα πάθη

το ασύνειδο, το αιώνιο, το άγιο εγώ

μακριά απ’ τα πάθη, την οργή και το μίσος του κόσμου.

Αναζητώ το είναι σας, τα μύχια μυστικά σας

και σιωπώ ο ταπεινός, ο δούλος της ζωής…

    Τα μυρωμένα λούλουδα, οι ανθοί, η λαμπρότητά τους

οι σπόροι, δένδρα και φυτά, κόσμημα των δασών

των πεδιάδων η πνοή, των νεογνών η ζήση

όλων των όντων η ζωή αυξάνεται από σας

κι απ’ την ευλογημένη μας της γης τη γονιμότη.

Πόσο γεμίζουνε οι καρδιές σαν βλέπουμε το θαύμα

στης φύσης το βασίλειο όπου παντοίες δυνάμεις

όλες μαζί και κάθε μια στηρίζει τη ζωή

ν’ ανθοφορεί και να γεννά πανέμορφες μορφές της

που τρέφουν τους ανθρώπους μας

 που μας δίνουν επίνοια κάθε δημιουργίας

συντήρησης και αύξησης, κουλτούρας ζωντανής.

Ω ουρανοί, ωκεανοί, θάλασσες και λιμάνια

αργόρυθμες, γοργόρυθμες, συχνά αστραπιαίες

δυνάμεις που μας σκέπετε αγνά και μυστικά

χάρη σε σας υπάρχουμε, είστε η μόνη στέγη

στέγη παντάνασσα, ιερή του γένους των ανθρώπων

και πόσο σας μολύνουμε, πόσο σας αδικούμε

καθώς μικροί και ταπεινοί στις μύριες προσφορές σας

εκτρέπουμε τις προσφορές σε δυνάμεις θανάτου.

Θα ‘θελα να μουν σύννεφο, γοργόφτερο αστέρι

χώμα ιερό και γόνιμο στη ρίζα της ελιάς

νερό βροχής που συντηρεί όλη μας τη ζωή

ανώνυμο, απρόσωπο και οικουμενικό.

Γιατί το γένος των θνητών αγνοεί τις προσφορές

τη φανερή υπόσταση της ίδιας της ζωή του

το συνυπάρχειν των αγνών και κοσμικών στοιχείων;

Γιατί οι συνειδήσεις μας αγνοούν τη μαρτυρία

του φυσικού διάκοσμου χωρίς αρχή και τέλος;

 

12.                       Ονειρικό.

Ανώνυμος:

Ρίγος ιερό κατέλαβε την άτακτη ψυχή μου

κόρη της αναζήτησης και αναστεναγμών

καθώς και πάλι η φωνή διέσχιζε τα μήκη

κι ακούστηκε επιτακτικά –αναστολή του χρόνου.

 

Φωνή Σιγής:

Είσαι ο ταλαίπωρος βροτός, γιος ματαιοδοξίας

ειδωλολάτρης όψιμος, παρά τις επιτεύξεις

της επιφάνειας παιδί, συναισθηματικό

χωρίς το μύχιο λογισμό, αισθήματος χλαμύδα

που κάνει το συναίσθημα περίπνευμα του λόγου.

Δε σε διδάσκει τίποτε της Ίριδας ο λόγος

τα ιερά τα νάματα της καθαρής θρησκείας

της τέχνης η άμωμη πνοή που αναιρεί το χρόνο;

Είδες τα φωτεινά της γης και τ’ ουρανού τα κάλλη

ξέχασες όμως θύελλες, πλημμύρες, πυρκαγιές

τα φρικτά δηλητήρια κι άλλα πολλά, πολλά

και καταφεύγεις σε στιγμές όμορφης επιφάνειας.

Δεν έστρεψες τα μάτια σου, τα μάτια της ψυχής σου

      στο βάθος το απόλυτο του καθαρού εγώ

αρκείσαι στον αισθητισμό, αγνοείς την άλλη όψη

     και φθείρεσαι, συντρίβεσαι από τις αντιφάσεις.

     Υπάρχει δρόμος παρευθύς έξω από ανηφόρες

     και κατηφόρες γρήγορες που μας εξουθενώνουν

     αν δεν το ξέρεις μάθε το, το είπε ο Εφέσιος.

    Η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί, πέρα απ’ την αρμονία

    την αρμονία τη φανερή που κρύβει την κρυφίη.

    Κι όμως αγαπητέ, καλέ συνέχισε το δρόμο

    μ’ όλες τις αντιφάσεις του και τα σκιρτήματά σου

    θα συναντήσεις την πνοή που συνέχει τον κόσμο

νηφάλιος, ευθύβολος θα συναντήσεις κόσμους

κόσμους της αποσυντριβής και των ψευδών θριάμβων.

Το τελεστήρι το ιερό, της ψυχής άβατο μέρος

θα αποδιώξει ειρηνικά όλους τους εφιάλτες

θα υπερβεί το διχασμό, αντιφάσεων τέκνο

θα διακρίνει ένσοφα το ήτορ της αλήθειας

της ατρεμούς αλήθειας πέρα απ’ τις αλήθειες

που ελέγχονται ως δόκανα της παλαιάς απάτης.

Δε θα τη φθάσεις την κορφή, η κλίμακα επουράνια

κάθε σκαλί ανάβασης θα σε διδάσκει πλέρια

μα η πληρότητα ζωής δε βρίσκεται στα ύψη

ούτε στα βάθη της πνοής που αναζητεί με πάθος:

Είναι η αναγέννηση χωρίς αρχή και τέλος

για ο χρόνος ο βαρύς ζυγός πληγές θα μας προσθέτει

κι ο μέγας άθλος ο πολύς ανθρώπινης θητείας

εξαγοράζει τα πολλά τα πλήγματα του χρόνου

της άρρωστης συνείδησης που μας στηθοσκοπεί

ως δικαστής αμείλικτος του έγχρονου εγώ.

 

Ανώνυμος:

Χάθηκε πάλι η φωνή ανέστειλα τις σκέψεις

ετόλμησα περίπατο στις κοσμικές αυλές

με τις βιτρίνες λαμπερές, προϊόντα, εργαλεία

και με πολλούς διαφημιστές, ηχεία της απάτης

του ψεύδους του περίτεχνου που όλοι μας ποθούμε

τους εύγλωττους τερματικούς, τα iphone, ταμπλέτες

τα κινητά τηλέφωνα για κάθε πορτοφόλι.

          Αξεσουάρ νέας αιχμής για τις νοικοκυρές

          και συσκευές ονομαστές των πολυεθνικών

ευπρεπή και ορθάνοιχτα στοιχημάτων γραφεία

με παίχτες και περαστικούς στραμμένους στις οθόνες…

Πιο πέρα, στην πασίγνωστη πλατεία πειραμάτων

με αφίσσες που πολύχρωμες καμπύλες διακοσμούσαν

της ηδονής τα θέλγητρα, την ευπρεπή πορνεία

το άπαυστο, πανάρχαιο εμπόρια της σάρκας

που διεισδύει προκλητικά σε ιστότοπους λαγνείας

και στα σοφά προγράμματα όλων των κερδοσκόπων.

Να η νεωτερικότητα των διψασμένων κλέος

που μας γυρίζει σε παλιές του γένους μας πληγές

ντυμένη με τα νυφικά δεινής τεχνολογίας

και κάνοντας τους νέους μας παίγνια των παιγνίων

σκυμμένους αδιάλειπτα σε κάθε είδους οθόνη

παραδομένους σε τροφές που δηλητηριάζουν

τη δύναμη της σκέψης μας, την αποφασιστικότη

την άλκιμη διάνοια, την ματαιολογία.

Συνέχισα να περπατώ στην ερημιά του κόσμου

του κόσμου του πολύβοου και του ευτυχισμένου

θυμήθηκα μακάβριες στιγμές του παρελθόντος

του παρελθόντος ‘’σκοτεινών’’ χρόνων της ιστορίας

με σκλαβοπάζαρα πολλά, με δούλους, με δυνάστες

ραβδούχους ανελέητους και αναστεναγμούς

στων δούλων τον παλιό καιρό με τις εξουθενώσεις

και αναλογιζόμουνα τη μοίρα του ανθρώπου

το νηφάλιο πρόσωπο νεοδουλείας δείχτη

και παρακμής προχώρημα στα χρόνια της ακμής

όπου όλοι μας δοξάζουμε της τεχνικής τα δώρα

και προσκυνάμε ευλαβώς μεγάλες προσδοκίες

τις υποσχέσεις τις τρανές επιστημονιστών

και τη λαμπρή υπόσχεση της νεωτερικότης

όπου ο άνθρωπος λαμπρός και ελευθερωμένος

θα κατασύντριβε μεμιάς την αρχαία σκουριά

τα είδωλα τα οδυνηρά που τον κρατούσαν δούλο

αιμοσταγών τυράννων του και κραχτών της απάτης.

Είδα και άλλα, ναι, πολλά στην πόλη τη μεγάλη

μα κάποιος φίλος παλαιός, καλός επαρχιώτης

με σκούντησε ευγενικά και μου ‘σφιξε το χέρι.

Στρουθία, άνθη ταπεινά, σκληρές μορφές του κάμπου

και ψαράδες ξυπόλυτοι, ακάματοι αχθοφόροι

μικρέμποροι της αγοράς με λίγα προϊόντα

λιμάνι ήσυχο, φτωχό και παραμερισμένο

κήποι, μπαξέδες ταπεινοί, αλάνες για μικρούς

και το σχολείο το απλό με τους καθηγητές του

ήταν οι παραστάσεις μας νεανικών ονείρων

ονείρων που επήγαζαν από την παιδικότη

με τις μικρές και τις πυκνές δυσκολίες του βίου

χωρίς τους υπολογιστές, πολύχρωμα στυλό

βιβλία λιτά και ταπεινά χωρίς φωτογραφίες

τους περιπάτους στην πλαγιά και στις ακρογιαλιές

όπου οι πιο ανήσυχοι κρυβόμασταν στις λόχμες

για να κρυφοκαπνίσουμε –ήμασταν πλέον άνδρες

άνδρες που κινδυνεύαμε βαριά αποβολή

συνοδευμένη πάντοτε με διαγωγή κοσμία…

Ήταν πολλές οι θύμησες όπως η εκκλησία

που δέσποζε αγέρωχη στην άκρη της πλατείας

το κοιμητήρι πιο μακριά ντυμένο με σταυρούς

και με τους τάφους τους απλούς που θύμιζαν σε όλους

ονόματα αγαπητά –ήμασταν μια οικογένεια

με δυσκολίες μόνιμες και με διχοστασίες

με μικροπάθη της στιγμής, αλλά και φονικά.

Ανοίχτηκαν διάπλατα οι μνήμες οι κοινές

ο εναγκαλισμός αγνός, χαμόγελα ηλικίας

τα χρόνια βάραιναν νωθρά χωρίς να ξεθωριάζουν

τις άπληστες στιγμές ζωής των πρώτων μας των χρόνων

που ‘μοιαζαν πως ξεκίναγαν από άλλο αιώνα

από αιώνες μακρινούς χωρίς αρχή και τέλος

αιώνες που μηδένιζε η αιχμή της στιγμής

η βίαιη θραύση δεν δεσμών που πλάθουνε τα χρόνια

ο χρόνος, το άγχος το βαρύ με τα μυθεύματά του

και με τα ψεύδη των καιρών που πλάθουν τραγωδίες…

Νιώθαμε αναλλοίωτοι, βαριά φτερά της μνήμης

εξαφανίστηκαν ευθύς, αποδιασταλθήκαν

κι ο έρημος ο άνεμος της απολησμονιάς

αλάφρυνε τις σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας.

Ένα παγκάκι σκιερό σ’ αντικρινό αλσύλλιο

μας δέχτηκε ησύχια, κάποιοι ρομαντικοί

μάκραινα σαν τους ίσκιους τους στις πλαϊνές ακτίνες

του ήλιου που αργοστόλιζε πορφυρά συννεφάκια

στης Δύσης την απομεριά μακριά απ’ τις πόλεις

τους ήχους τους τούς μάταιους και τα πολλά δεινά τους

τα γέλια τους, τα κλάματα και τις αποφορές τους.

Μείναμε ώρα σιωπηλοί να αποφορτισθούμε

απ’ την αιφνίδια έκπληξη με τις πανώριες μνήμες

με προβληματισμούς πολλούς, μύριες επιφυλάξεις

που η ζωή μας φόρτωσε με μας συνοδοιπόρους.

Μεσήλικοι, γκριζόμαυροι με τις πολλές ρυτίδες

με μάτια που ‘βλεπαν καλά πέρα κι από τη βλέψη

παρά το φόρτο της ζωής, τόσες δοκιμασίες

μα και χαρές που διάβηκαν –όνειρο απατηλό

αφήσαμε τις μνήμες μας να μακρυνθούν αντάμα

με τα πρώτα σκιρτήματα ανέλπιστης πορείας

στις λεωφόρους, στις οδούς, στις ατραπούς του ψεύδους

όπου οι ακτίνες του φωτός οι τόσο λιγοστές

καλύπτονται απ’ τη βίαιη επιδρομή του σκότους

του σκότους όλων των ψυχών που προτιμούν λαμπρότη

ευεπίφορα σχέδια με φρούδες τις ελπίδες

και με κρυμμένο όλεθρο στους ήχους τους τερπνούς.

Μετά την παύση των στιγμών που ‘μοιαζε αιωνιότη

άρχισε ο φίλος μου ο καλός καλό παραμυθάκι.

 

Φίλος:

Ήμασταν όλοι στο σχολείο

κατευχαριστημένοι ζώναμε σακίδια

κρατούσαμε τις μπάλες

στις τσέπες μας εκρύβαμε

παλιές καλές σφενδόνες

και τραγουδούσαμε λαμπρά

τραγούδια της πολίχνης

 στο μονοπάτι το καλό

με την πράσινη χλόη

και τα αγριολούλουδα

σπάνιας ομορφιάς…

Νεροποντή αιφνίδια

ενέσκυψε στο λόφο

όπου αποθέσαμε γοργά

τις μικραποσκευές μας.

Σκορπίσαμε στους διπλανούς

λοφίσκους με τα δένδρα

και η χαρά η πρωινή

έγινε αγωνία

κλάματα συμμαθητριών

βρισιές κάποιων αγροίκων

της όμορφης της τάξης μας

της πολυπονεμένης.

Οξυκεραύνεια αστραπή

αυλάκωσε τα ύψη

κι έπεσε με δριμύτητα

πάνω στην κεφαλή

του καλού μας του συνοδού

σεπτού καθηγητή.

Ο κοπετός ήταν βαρύς

και η αλλοφροσύνη

θύμιζε κόλασης στιγμές

σκόρπισε κάθε γέλιο

κάθε ωραία αναμονή

 στου γήλοφου  τη χάρη.

Θυμάσαι ω παλιά καλέ

την φρίκη και τον πόνο…

 

                                      *

Μήνες μετά, πολύ μετά

στην άκρη της πολίχνης

περιβολάρης σεβαστός

συμμαθητή πατέρας

δαγκώθηκε από έχιδνα

και στο φτωχό ιατρείο

παρέδωσε το πνεύμα του

με μάτια ενεά.

Κρατάγαμε το φέρετρο

όλ’ οι συμμαθητές

κι η χήρα με πέντε παιδιά

η μάνα του Γρηγόρη

άρρωστη από επάρατη

νόσο η δυστυχής

ετάχυνε το βήμα της

και μες τους δύο μήνες

κίνησε οδυρόμενη

τον άνδρα της να βρει.

 

                                      *

 

Πιο πέρα κει τις παρυφές

στην άκρη της πολίχνης

η χήρα του Ερμόλαου

σκαφτιά περιβολιού

χαζή και άπορη μαζί

ποτέ της δεν κινούσε

απ’ την καλύβα της να βγει

και ο περιβολάρης της

πονόψυχος και σαρκικός

της φύτεψε δυο νόθα

που μόλις αντιλήφθηκαν

πως δεν είχαν πατέρα

χάθηκαν από το χωριό

σημεία ζωής δε δώσαν.

 

                                      *

Υπάρχουν κι άλλα τραγικά

στην όμορφη την πλάση

συμβαίνοντα απαίσια

που πείθουν χωρίς βιάση

πως άτακτη η εστία μας

κι ο άνθρωπος το θύμα

κάποιας τρελής παράκρουσης

που διώχνει τους θεούς

και τα παλιά τα σύμβολα

των καθωσπρεπισμένων

κηρύκων της ορθότητας

και της ορθοπραξίας.

 

                             *

Τι νόημα έχουν οι στιγμές

του παραδείσου κόρες

που πλάθουμε σ’ ώρες χαράς

ψεύτικης ευφροσύνης

όταν το πάθος το βαρύ

θανάτου κεραυνός

διαλύει τα όνειρα

μιας θείας παιδικότης

που αποδείχνεται συχνά

συναισθημάτων φάρσα;

Ξέρεις αγαπητέ καλέ

έχασα τη μητέρα

κι άχρηστα ήτανε για με

λόγια παρηγορίας

από τον εφημέριο

και τους καλούς δασκάλους

γιατί στον πόνο της ψυχής

του ορφανού του μόνου

η μόνη του παρηγοριά

είναι η μοναξιά

η στέρηση, η έλλειψη

ο πόνος και η σκληρότης.

Ορφάνεψα κι από Θεό

αγνόησα τη θρησκεία

και τις καλές τις συνταγές

πολλών ηθικολόγων.

Μαράθηκαν τα σπλάχνα μου

σκλήρυνε η καρδιά μου

ποτέ δεν έκανα κακό

προς το συνάνθρωπό μου

μα φλέγομαι κατάκαρδα

από την ερημία

κι αναλογίζομαι συχνά

αν σ’ άλλους ουρανούς

υπάρχουν κόσμοι πιο πικροί

από την ανθρωπότη

θα ‘λεγα και πιο δύστυχοι

απ’ τους θνητούς ανθρώπους.

 

Θεωρός:

Άκουγε και δεν άκουγε του φίλου του τα λόγια

ήταν παρών στις τραγικές στιγμές της πολιτείας

ναι, της πολίχνης της μικρής με το καλό λιμάνι

και με τον κάμπο τον ευθύ, με το ψηλό βουνό

που σκόρπαγε ανέμελα ήλιο και καταιγίδες

φουρτούνες αδυσώπητες που ‘σπαγαν τις βαρκούλες

στα πλευρά του αμείλικτου φρουρού κυματοθραύστη.

Θυμήθηκε κι άλλα πολλά καλά και λυπηρά

κι ο λογισμός σταμάτησε στα μάτια ναι του φίλου

μάτια υγρά και καστανά που χάνονταν στο βάθος

πέρα απ’ τον ορίζοντα και από τους γαλαξίες.

Εκεί συναντηθήκανε με τον παλιό το φίλο

και ξαφνικά κατάλαβε πως ήταν το άλλο εγώ του

ο εαυτός του ο παλιός, κομμάτι της ψυχής του.

Την ίδια μοίρα είχανε, τις ίδιες συγκινήσεις

πόνους και στεναγμούς ψυχής που ρύθμιζαν το βίο

λαβυρινθώδεις μαίανδρους, δυστυχισμένες όψεις

και κάποιες, ναι, μικροχαρές, -παράδεισο τις λέμε.

Ενώθηκαν τα βλέμματα στην απεραντοσύνη

ασπαίροντα, ακίνητα, τρεμάμενα, μουγκά

χάνονταν μες το πέλαγος άρρητων βιωμάτων

μακριά από κάθε προσμονή, μακριά από κάθε ελπίδα

στης σιωπής το άβατο και άναρχο βασίλειο.

 

                                      *

Σουρούπωνε νηφάλια και η αργοπνοή

έμπαινε μες το είναι μας, νηφάλιος ερχομός

του δειλινού τα χρώματα ως άχραντες ακτίνες

έσχιζαν μέσα αθόρυβα την άχραντη ελπίδα

στης τραγωδίας τις στιγμές που μας απογειώνουν.

Φύλακας κείνες της γωνιάς, του υπαίθριου πάρκου

πλησίασε με βιαστικά βήματα κι η σφυρίχτρα

με ξύπνησε απ’ τη ρέμβη μου, απ’ τη δοκιμασία

 

Φύλακας:

Είναι το τρίτο σφύριγμα και πρέπει να κλειδώσω.

Μείνατε κύριε μόνος σας και με καθυστερείτε.

Περάστε γρήγορα λοιπόν την πόρτα της εξόδου…

 

Ανώνυμος:

Κατάπληκτος σηκώθηκα ο φίλος είχε φύγει

έτσι αθόρυβα, απαλά, χωρίς να χαιρετήσει.

Ποιος ήμουν, τι περίμενα, τι έπραξα ο ξένος

ο ταπεινός, ο τολμηρός και ο ουτιδανός;

 

13.                          Συνάντηση.

Ανώνυμος:

Παράδοξα φαινόμενα και η παραδοξότη

ανθρώπων κληροδότημα τράνταζε τις αισθήσεις

κεραύνωνε τη σκέψη μου, χτύπαε το λογισμό μου

στα όρια παράκρουσης και της μυθομανίας

των περασμένων εποχών που μοιάζουν παραμύθια

ανέμελα και τραγικά με δράκους κι αγγελούδια

παρμένα από απόμακρες μυθικές διηγήσεις…

Μπήκαν βαθιά μες τη ζωή, την καθημερινότη

πιστεύτηκαν, πιστεύονται κι ας μοιάζουν παραμύθια

του τρόμου, της απόγνωσης και της καλής ελπίδας.

Ήμουνα ο ανόητος και ο αποδιωγμένος

από τη σχόλη των βροτών, των καθώς πρέπει ανθρώπων

που μάχονται στη μέριμνα, μέσα στη βιοπάλη

που δουλεύουν ακάματα, που κάνουν οικογένεια

που γαλουχούνται με αρχές και με ιδανικά

που υμνούν τη διασκέδαση σαν ίσκιο δροσερό

στον ανεόρταστο καιρό της καθημερινότης

το πανδοχείο το καλό που μέριμνα αναστέλλει

για να συνέχεται η ζωή με φόβους, με ελπίδα.

Βγήκα απ’ το πάρκο ενεός, τ’ ακίνητα παρτέρια

και οι κύκλοι των πολύχρωμων λουλουδιών ανασαίναν

στέλνοντας μύρους δροσερούς κι επιθυμημένους

στην άστεγη, την πάροικη, την άχρηστη ζωή μου…

Το δάσος ήταν μακριά, δεν άντεχαν τα πόδια

ήταν εκεί μια άσημη, φιλόξενη καλύβα

κάποιοι ξωμάχοι πιο μακριά

κι αποκάτω η λίμνη

η λίμνη η περίφημη με τα νόστιμα ψάρια

κάποιες βαρκούλες κάτασπρες

συρμένες στην ακτή.

Έζησα κάποτε εκεί, ω, πριν από αιώνες

μπερδεύτηκα, συνέχεα τις μέρες με τα χρόνια

μα και τους μήνες της ζωής με τους πολλούς αιώνες.

Στο κέντρο της πολύβοης της πόλης της μεγάλης

άρχιζαν τα θεάματα σαρκικής ευωχίας

με τις αρτίστες των καιρών και τους λοιπούς θαμώνες

σκληρούς προστάτες νάιτ κλαμπ με ήχους μαγικούς

κι άλλα πολλά, πολλά, πολλά απίστευτα στα μάτια

όλων των απονήρευτων που κλείνονται στα σπίτια

να δουν γυναίκες και παιδιά και να αναπαυθούν.

Είναι κι αυτοί συνένοχοι χωρίς να το γνωρίζουν

ή θήτευαν κάποτ’ εκεί, μετά αποσυρθήκαν

καθώς η ‘’ωριμότητα’’ της ‘’λογικής’’ η ώρα

τους τράβηξε επιτακτικά σε νέες υποχρεώσεις

που ολογλυκαίνουν τη ζωή, που υποσχέσεις τάζουν;

Ω, σκέψεις τόσο άτακτες, άτακτα πεταρούδια

ανεμοδέρνεσθε πικρά στη δίνη του Βοριά

σαν τα μικρά πλεούμενα στη μέση του πελάγους

που περιμένουν με κραυγές κάποιους ναυαγοσώστες

τη μόνη τη βοήθεια μπροστά στο νέο πνιγμό…

Σταμάτησαν τα βήματα, τα πόδια, η πνοή μου

σαν να συνήλθα αργότερα –ήταν η άλλη μέρα;

λογαριασμό δε γνώριζα, ίσως κάποιος αιώνας

αντίκρισα απέναντι μια άλλη παρουσία

αχνόγεγγη στη μνήμη μου, μα λαμπερή στην όψη.

Μ’ αντίκρισε ευθύβολα με φιλική ματιά

ν’ ακολουθήσω ήθελε αυτή η θεία ειδή.

Άμαξα, ίππος, όχημα πουθενά δεν υπήρχε

κι όμως βρεθήκαμε αλλού, πετάξαμε από πάνω

τα παλαιά τα πτώματα του μεγάλου πολέμου

τα ερείπια των πόλεων, οι θόλοι, τα μνημεία

παραγκουπόλεις της οργής, του πόνου, της οδύνης

σχολεία, εργαστήρια, νέες επιχειρήσεις

που φύτρωναν αργά αργά μετά τη δυστυχία

που υπόσχονταν με δύναμη μια νέα εποχή.

Ταξίδι μας απέραντο

σε γης οθνείους τόπους

σε απαντήματα γνωστά

σε μέρη, σε εστίες

σε πόλεις, σε περίχωρα

σε οικισμούς, σε τόπους

ερημίας τεκμήρια

και σιωπής πηγές…

 

                                      *

Ταξίδι μας απέραντο

και σε άλλους λειμώνες

απρόσιτους στην αίσθηση

και στη σκληρή επιφάνεια

των γεγονότων των φρικτών

και των φαιδρών του βίου

που σελαγίζεις σιωπηλά

άλλους τόπους και χρόνους

ποιος άμοιρος κι ανέστιος

στου κόσμου τη χοάνη

ψυχανεμίστηκε σωστά

το μέγα μήνυμά σου

μακριά απ’ τα φαινόμενα

της φρίκης μας σημεία

τα φώτα τα περίλαμπρα

σε ειρήνης εποχές

τους άπειρους τους ψίθυρους

τους φόβους, τις ελπίδες

τείνε ευήκοό σου ους

σ’ άλλης υφής φωνές

φωνές που δεν εκφέρονται

με φθόγγους, με σημεία

με τις γνωστές ηχολαλιές

θριάμβων και οδύνης;

 

                                      *

Ποιος θα μας πει το είναι σου

ω μυστικό ταξίδι

που αγρυπνείς μες τη νυχτιά

των φώτων των αιώνων

φώτων που αποδείχνονται

φωτιστικά του σκότους

της επιφάνειας κραυγές

που καταιγίδες φέρνουν;

 

                             *

Είμαι μικρός πολύ μικρός

να γίνω ταξιδιώτης

ν’ αφήσω τα περίχωρα

ν’ αδράξω χαλινάρια

και να ιππεύσω εύκορμος

αιώνιος ταξιδιώτης

να περιπλεύσω θαρρετά

τις άγνωστες τις χώρες

με την ανέκφραστη ομορφιά

μ’ άρρητες δωρεές.

Ένιωσα τότε τη φωνή

 του Χρύσιππου τα λόγια.

 

Χρύσιππος:

Ήμασταν κάποτε μαζί, σε ξέρω σύντροφέ μου

γιατί δε γεννηθήκαμε σε τόπο και σε χρόνο.

Είπαν και λένε οι πολλοί πως τα ανθρώπινα όντα

έχουν γεννήτορες γνωστούς, μητέρες τιμημένες

μ’ όλες του βίου τις χαρές και τις ανεμοζάλες.

Είπαν και λένε οι πολλοί πως η θνητή ανθρωπότης

γεραίρει και γεραίρεται με τα έξοχα μνημεία

πολιτισμών τα θραύσματα που όρθωσαν οι αιώνες

τη γλώσσα και την ποίηση, τους μύθους και τους ύμνους

το λαϊκό πολιτισμό, τη θρησκεία, την τέχνη

τους φιλοσόφους τους δεινούς, άλκιμους θεωρούς.

Είπαν και λένε οι πολλοί, οι τιμητές του είδους

πως άνθρωπος ηνιοχεί συμπαντικούς κανόνες

κι αποκαλύπτει έξοχα όλα τα μυστικά

που κρύβονται περίτεχνα στα φυσικά στοιχεία

μετά πολλές και τρομερές πλάνες και δοξασίες

που σκόρπιζαν στη φύση μας το σκότος, την απάτη.

Όσο το θράσος το πολύ εκφυλίζει το νου

μαραίνει το συναίσθημα σε παιδεμού παγίδες

τόσο η ελπίδα χάνεται και η βαθιά η πίστη

σε άρρητες και μυστικές αξίες των αιώνων.

Κι όσο ο ασθενής επαίρεται για την ασθένειά του

τον τύφο τον ακλόνητο που οδηγεί στη φρίκη

τόσο η υγεία χάνεται και οι σκελετοί προβάλλουν

οι μάσκες της παράκρουσης και της αλαζονείας 

παίρνουν το δοιάκι το πικρό ανθρώπινης δουλείας.

Οι τραγωδίες οι πολλές ανθρώπων παρανοίας

έχονται και συνέχονται, κοιλάδες οδυρμών

γίνονται οι κοινωνίες μας παρόλες τις προόδους

που καταντούν παράφρονες θεραπαινίδες όλων.

 

                                                *

          Τα λέγαμε συχνά αυτά αγαπημένε φίλε

          στους χώρους, ναι τους μαγικούς πρωτινής ηλικίας.

          Ήμασταν, λένε, άγουρα παιδιά χωρίς φροσύνη

μας τρέφανε αλαίμαργα μύθοι των παραδείσων

ένας κόσμος απέριττος, με κάλλος πλουμισμένος

και μια ζωή απρόσιτη στα μάτια των σοφών

που πρόβαλλαν σιγά σιγά κι έδιωχναν τις απάτες.

Κι εμείς αμετακίνητοι στη χαρμική ηλικία

δε μεγαλώναμε εύκολα, ήμασταν τα παιδιά

τα πείσμονα μικρά παιδιά, λάμψη της παιδικότης

που οι σπουδαίοι εξόρισαν σε μέρη μακρινά.

Χαθήκαμε κάποια στιγμή στη λάσπη της απάτης

και η αγνότητα του χθες παραμένει κρυφή

κρυφή και περιγέλαστη σε αφανείς καλύβες

μα απρόσβλητη και ακέραια στις κοσμικές εκρήξεις

της ξέφρενης και τραγικής πορείας των ωρίμων.

Θυμάσαι φίλε κι αδελφέ τη γλυκιά μελωδία

τα χαρμικά χαμόγελα των κοριτσιών στο δάσος

λιμνούλες, κύκνους, πετινά, κομψές πεταλουδίτσες

που ‘γνεφαν, χαμογέλαγαν σε κάθε μας θωριά;

Είναι πολύ πιο θελκτική κείνη η ηλικία

οι μύθοι οι πανύμνητοι, των ποιητών το κλέος

τους ακραγγίζουν άναυδα χωρίς να τους αγγίζουν

μόνο τα ακροθήνια πλάθουν και αναπλάθουν.

Δεν ήταν φρούδο όνειρο, ονειροφαντασία

όσο κι αν ο κόσμος μας είν’ φαντασιακός

ήταν η μόνη άμωμη και αρραγής αλήθεια

είναι το μόνο στήριγμα της θνητής ύπαρξής μας.

Μην πεις πως ξεχαστήκαμε στης πάρεσης τα μέρη

στους χώρους της ψευδαίσθησης, της ψευδευδαιμονίας

ντυμένοι με ψιμύθια θελκτικά και ψευδή.

Είμαστε πάντοτε πιστοί στην πρώτη την αλήθεια

κι αν οι πολύ συχνές βολές του ψεύδους ακροπάτια

προσπαθούν να συντρίψουνε τις θείες απαρχές

αδυνατούν να φθάσουνε της αλήθειας το κέρας.

 

                                      *

Πρόσεξε αγαπημένε  μου κάτι πολύ βαθύ

κάτι πολύ αληθινό που κάνει τη ζωή μας

απέραντη, ναι, ομορφιά στου ψεύδους την απάτη.

Πώς κρίνουμε το άσχημο, το ρυπαρό, το οθνείο

πώς αποδοκιμάζουμε παντοίες εκτροπές

πώς αντιμετωπίζουμε τους πόνους των ψυχών

και πως αναγνωρίζουμε του ψεύδους την απάτη;

Πού είναι η μόνη αλήθεια κριτήριο των πάντων

η μόνη αδιάπτωτη δύναμη του παντός

το νόημα το ατρεμές που συνέχει τα πάντα;

Ένα βαθύ παράδοξο καταθραύει το λόγο

τον παραλογιζόμενο ταγό που γράφει ιστορία.

Είναι το άθλιο έκτυπο του πρωινού του κάλλους

και τρέφεται απ’ τη δύναμη και τη μεγαλοσύνη

για να εκτρέπεται συχνά απ’ τη μεγάλη πλάνη

απ’ τη σαθρή προσκόλληση στη φαινομενικότη

απ’ την ειδωλοποίηση της ατρεμούς αρχής

που τρέφει όλα τα παιδιά της εθελοδουλίας.

Δεν είμ’ εγώ ο δάσκαλος του μύχιου εαυτού σου

συ με γνωρίζεις έξοχα και στις στιγμές του πόνου

πονώ εγώ όσο και συ, μοιάζουμε με δεσμώτες

μας περισφίγγει ο κλοιός της κοσμικής δουλείας

και μας εκπλήττει τρομερά η οργή των αιώνων

για να παρασυρόμαστε στις ρυπαρές τριόδους

της δόλιας κατάπτωσης και του εκφυλισμού.

Ιδού η τραγικότητα με τη μακάρια λάμψη:

Δε θ’ αντικρίζαμε ποτέ το μύχιο εαυτό μας

αν ο άλλος παράταιρος και χοϊκός μαζί

δε μας εβύθιζε πικρά σε απόγνωσης έλη.

 

Ανώνυμος:

Αντίκριζα τον Χρύσιππο μες τις παλιές μου μνήμες

πάλευε η μνήμη πάλευε να τον αναγνωρίσει

τα λόγια του τα μυστικά, το σοφό μήνυμά του.

Η σφενδόνη του πνεύματος διέσχιζε τα μήκη

τα μήκη της ωραίας ψυχής πέρα από αποστάσεις

και χάθηκε ευθύβολα σε άλλους ουρανούς.

Πώς θα τον βρω τον Χρύσιππο τον καλό σύντροφό μου

μέσα στης πόλης τη βοή, στης ερημιάς τα πλάτη;

Ήταν μαζί με τη Φωνή κρύφιοι συνοδοί μου

ή έωλα φαντάσματα της δύστυχης ζωής μου;

 

 

14.                                                                                                                                                                                                          Πάλη.

 

Θεωρός:

Τον έβλεπα, τον άκουα τον ταπεινό ήρωά μας

κι αντίκρισα εμβρόντητος το τραγικό του τέλος

αν η ματιά μου ήτανε πιστή ή και αληθινή

στην πλανερή μας βιωτή που τόσο μας πλανεύει

και που μολύνει της ψυχής τη σκέψη τη σεπτή

τον κάλαμο αλήθειας που αποκαλούμε λόγο.

Ανώνυμο ήταν τ’ όνομα του άσημου διαβάτη

του άσημου, του άοικου, του περιπλανημένου

στις παρυφές του άστεως, στης ερημιάς τα μέρη.

Σαν παρουσιαστήκανε οι δύο παλιοί του φίλοι

σε οροπέδιου παρυφή που οδήγαε σε γκρεμό

ξυστή κορυφογραμμή στ’ ωκεανού την άκρη.

Ο Ανώνυμος τους γνώρισε εξαίφνης, παρευθύς

η μνήμη του είχε οξυνθεί στα βάθη του εγώ

στον αμνημόνευτο καιρό που ολοσελαγίζει

το άπειρο το είναι μας στου κόσμου τα τενάγη.

Άνοιξε την αγκάλη του, πηδήματα λαμπρά

χαμόγελο εκπληκτικό χωρίς φωνή και λόγο.

Κινήθηκαν οι φίλοι του αργά και σταθερά

με άνισο βηματισμό, ο Χρύσιππος αργούσε

και πρώτος τους ο Καλλικλής τον πήρε απ’ το χέρι.

 

Καλλικλής:

Θα σ’ οδηγήσω Ανώνυμε όπου δε θέλεις να ‘ρθεις

στου κόσμου τα περάσματα, μέρη της ύπαρξής σου

για να γευθείς την εύχυμη μαγεία της ζωής.

Με ξέρεις πια πολύ καλά, απόλαυσες χαρές

μα πάντα μ’ εγκατέλειπες, σε πρόφθανε ο άλλος

με υποσχέσεις των καιρών που χαθήκανε πια

με ψεύτικους παράδεισους, φτωχών παραμυθίες.

 

Ανώνυμος:

Το ξέρω, είσαι ο Καλλικλής, μέρος της ύπαρξής μου

το χθόνιό μου το εγώ που τάζει υποσχέσεις

που δίνει άφθονο νερό κι ας είναι μολεμένο.

Αγάπησα πολλές φορές αυτήν την πανδαισία

κι αγνόησα απερίσκεπτα του Χρύσιππου τα λόγια…

 

Θεωρός:

Πλησίασε ο Χρύσιππος, τον άρπαξε απ’ το χέρι

και τον αντίκρισε μ’ απλή, ευγενική ματιά.

Δε μίλησε, το βλέμμα του ήταν αστραπηβόλο

πρώτη φορά αντίκρισα την αστραποβολή

περιλουσμένη ειρήνιο φως, μεταμορφωτικό

που απομάκρυνε γλυκά τις κοσμικές απάτες…

Ήτανε φως περίλαμπρο και διαχυτικό

έν’ άλλο φως απρόσιτο, άγνωστο στις αισθήσεις

γιατί τις μεταμόρφωνε με λάμψη ουρανία

διαστέλλοντας ειρηνικά το νόθο λογισμό

τη μάταια περίσκεψη, τους σπαραγμούς, τον πόνο

όλες της γης τις συμφορές, του κόσμου την ανία

την πλήξη και το βάρος της, κύπτουσα πονηρία

μητέρα αναρίθμητων δεινών για τους ανθρώπους.

Αναχαιτίζοντας ευθύς του Καλλικλή τα λόγια

και υποσχέσεις της στιγμής, σπαρακτικές, δεινές

που ξέφευγαν και γίνονταν θανάτου παγωνιά.

 

                                   *

Όμως η λάμψη της στιγμής, ουράνιο αστέρι

άυλο αστέρι, άχραντο δε βρίσκονταν μακριά.

Μεσουρανούσε πάλλευκο σε ένα άλλο σύμπαν

ήταν θεία περίχυση στα μέρη της καρδιάς

στου άχρονου, εγγύτατου, αληθεύοντος κόσμου

στ’ αλώνια τα μαρμάρινα αιώνιας χαράς

χαράς ολοπληρώνουσας χωρίς τις ψευδαισθήσεις

ανέμελες υπόσχεσες σωτήρων της στιγμής

χαράς που αφομοίωνε κάθε γνήσια ελπίδα

κάνοντας τη συνείδηση πλήρωμα αναμονής.

Οι δύο φίλοι έστεκαν δεξιά του και ζερβά του

κι όσο η μαγεία του δειλινού αντάμωνε την πλάση

τόσο οι τρεις μας οι μορφές, γίνονταν μια θωριά.

Περίμενε, περίμενε, δεν έπαιρνε το λόγο

στην άπλωση τη μυστική των μαγικών στιγμών

κι ολοπειθόταν όλο πια ο ταπεινός διαβάτης

άχρωμος παρατηρητής της γης των συμβαινόντων

να διδαχθεί κάτι απλό κρυμμένο στο χαλί

μιας χαλαρής συνείδησης και περιπλανωμένης.

Έβλεπε και φοβότανε το μέγα το γκρεμό

το άτακτο κυνηγητό κυμάτων του πελάγους

με τις λευκές τις χαίτες τους και το μουντό τους σώμα

που χτύπαγαν αλύπητα τους βράχους της ακτής.

Βροντάλιζαν τα κύματα κι ευθύς υποχωρούσαν

οι βράχοι έμεναν εκεί γενναίοι, ακλινείς

κι ο Αποσπερίτης μακριά, στα ουράνια ύψη

έγνεφε στους αστερισμούς να μας γλυκοφιλούν.

Βαθιά στο οροπέδιο κάποιες άλλες σκιές

πλησίαζαν προσεκτικά και σιγοψιθυρίζαν

πίσω τους ολοπίσω τους ιππείς με ξιφολόγχες

και πλάι τους οι έτοιμοι πιστοί τους πελταστές.

Θωρούσαν τον Ανώνυμο και η γλυκύτητά του

έγινε λάμψη κρατερή του Χρύσιππου ανθός

καθώς ο άλλος ο ικανός ο Καλλικλής ο κύριος

έγνεφε προς τους εισβολείς με το μεγάλο μένος.

Πλησίαζαν μεθοδικά, γνώριζαν πού πηγαίναν

δεν είχαν τη διάθεση να μας επιτεθούν

θα ΄ταν αστείο οι πολλοί οι βαριοοπλισμένοι

να κυνηγούν ελάχιστες σκιές του δειλινού.

Πήρε το λόγο ο καλός ο Καλλικλής και είπε:

 

Καλλικλής:

Ο κόσμος είναι η πνοή, η ζωή και το πάθος

και οι οπλίτες, οι ιππείς, οι πελταστές, οι άλλοι

στρατοπεδεύουν εύτακτα, παρατηρητήριο στήνουν

να κάνουνε το φέουδο απρόσιτο στους πάντες…

 

 

Θεωρός:

Ο Χρύσιππος κατάλαβε, ήταν το δεξί χέρι

το χέρι εκείνο της καρδιάς του Ανώνυμου, του φίλου

κι έγνεφε με περίσκεψη και γνώση περισσή.

Παράξενο το θέαμα, θύμιζε παραμύθι

φαρσούλα του καλού καιρού για τα μικρά παιδιά

Ρομπέν δασών της παρακμής

μια φαρσοκωμωδία

που μόνο γέλιο προκαλεί

φυγή του Δον Κιχώτη…

Την ώρα που το δειλινό

χάιδευε τις καρδιές

και η πανδαισία η μυστική

γλυκιάς φωτοχυσίας

των ουρανών αντάμωμα

με της γης τα θαυμάσια

συνειδητοποίησα ο φτωχός

 τη μόνη την αλήθεια

που εξέπεμπαν τα βλέμματα

των δύο αδελφωμένων

των δύο ψυχών σε μια ψυχή

που πάλευαν με πάθος

να ημερώσουν τη μεριά

και να εξημερώσουν

το γνωστό μας τον Καλλικλή

που βρίσκεται κοντά μας

που ελλοχεύει μέσα μας

τραγικός Προμηθέας

με φως πανούργο και φωτιά

έτοιμο να σπαράζει

και να βυθίζει αέναα

τους ψευδοφωτισμένους

στη δίνη και στον πόλεμο

στο πάθος και στη βία.

…………………………………..

Δεινές στιγμές οριακές στης ζωής το λιοπύρι

στιγμές που μαστιγώνουνε τη θεία ομορφιά

δεν ορθώνουν αλήθεια, μισούν την  ωραιότη

είναι η επιφάνεια, το φλεγόμενο δάσος

τα φώτα τα ασπαίροντα, το ψεύδος, την απάτη

πολιορκητικοί κριοί του χρόνου, της αράς.

Αδύναμος ο Ανώνυμος,  ο ταπεινός, ο ξένος

στου κόσμου μας την άξενη και τραγική γωνιά

χαμογελούσε ειρηνικά καθώς πολιορκούταν

απ’ το γενναίο όμιλο δεινών καταδρομέων

με βοηθό τον Καλλικλή, ολοχαρή, σπουδαίο.

Τον άδραξε το φίλο του, ναι, το άλλο εγώ του

και με γλυκό χαμόγελο του πρότεινε να τρέξουν

και να καλωσορίσουνε  καλούς επιδρομείς

που πλησιάζανε αργά με σημαίες με ξίφη

με ύμνους κι εμβατήρια ως νικητές και κύριοι

ως φύλακες υπέρτεροι των πατρώων θεών.

Αντιστεκόταν ο καλός και σεμνός ήρωάς μας

γιατί γνώριζε κάλλιστα τι είν’ ηρωισμός

πέρα απ’ τις μάχες, την αλκή γενναίων πειθαρχημένων

τις υποσχέσεις τις κλεινές για ελεύθερη ζωή

μ’ όλα του κόσμου τα καλά και την ευημερία

που τίκτει πλούτο και τιμή, κατακτήσεις και κλέος.

Τον έσερνε αργά αργά και του χαμογελούσε

κι ο φίλος του, το άδηλο μέρος της ύπαρξής του

ο πειρασμός ο τραγικός που ενδημεί παντού

του υποσχόταν, του ‘λεγε τα λόγια της θανής

ό,τι καλό και λαμπερό εξάπτει τις αισθήσεις

και γαλβανίζει της ψυχής το μύχιο λογισμό.

Δεν έβλεπα το Χρύσιππο το μυστικό το τέκνο

μιας άλλης ωραιότητας, πανδαισίας βλαστό

κι εννόησα στα βάθη μου το μέγα το συμβαίνον…

Είχε ενωθεί απόλυτα με τον καλό αδελφό του

με τα θεία σπαράγματα που αναστοιχειώνουν

την κοσμική συνείδηση, το πλανεμένο εγώ.

Ανώνυμος και Χρύσιππος έκαναν μια ψυχή

ο Καλλικλής ο ευειδής ήταν η άλλη όψη

η έγχρονη αντιστροφή αρχέγονου φωτός

η κοσμική συνείδηση που τρέφεται και τρέφει.

Τρέφεται απ’ τη μήτρα της από την αγαθότη

το κάλλος το αιώνιο που δίνει τη ζωή

τα κάλλος το μακάριο το συνέχον τα πάντα.

Δεν το πιστεύω, καθορώ την πάλη τη μεγάλη

μ’ αρχίζω να κατανοώ ότι ο Καλλικλής μας

είναι η ανθρωπότητα της λήθης και του πάθους

η πτώση μας  η τραγική στην ανελευθερία

ο επηρμένος θρίαμβος με μόνη επιτυχία

τα στημένα τα είδωλα που μας καταμαγεύουν

με γοητεία κάλπικη, ω, τον πολιτισμό.

Τα λύτρα είναι οι γνωστές φρικτές τερατωδίες

οι πόλεμοι, οι απειλές, ο καταποντισμός

η αδικία η σκληρή, το ψεύδος της ημέρας

ο τάραχος και οι πληγές ανθρώπων και θεών

 

                                   *

Έμεινα  ‘κει, περίμενα της έκβαση της ‘’μάχης’’

μα η φωνή η γνώριμη, προαιώνια κόρη

μου ‘γνεψε, με αγκάλιασε, με φίλησε γλυκά.

Άκουσα τότε τα τερπνά, τα άφθογγα λογάκια.

 

Φωνή Σιγής:

Τι περιμένεις χοϊκέ, παιδί επιστασίας;

Ό,τι θωρείς, ό,τι ακούς και ό,τι αποθαυμάζεις

δεν είναι επεισόδιο πάνω στο οροπέδι.

Είναι συμβαίνον διαρκές, ιστορικός τριγμός

μα πιο βαθιά, στα έγκατα ανθρώπινης πνοής

θάλλει η ωραιότητα, το αρχέγονο κάλλος

ο υπερούσιος γλυκασμός, ο κόσμος της σιγής

της σιγής της πιο εύγλωττης από ήχους οργής

απ’ την αμείλικτη, άσπλαχνη ανθρώπων πανουργία…

Θα βρεις αγαπημένε μου πέρα απ’ την επιφάνεια

απ’ τη θηλιά την τραγική ανθρώπινης μωρίας

το άφθαρτο χαμόγελο αιώνιας τρυφής.

 

6-7-2017

 

                                       

Πρόσωπα:

Ανώνυμος

Θεωρός

Ίρις

Καλλικλής

Νέα Φωνή

Φύλακας

Φωνή

Φωνή σιγής

Χρύσιππος

Ψίθυρος αιώνων

 

Τίτλος:

       Ανώνυμος

         δράμα